(Ο εφιάλτης του Δαρβίνου)
του Hubert Sauper
Δυτική Τανζανία, λίμνη Βικτόρια. Πηγή του Νείλου, κοιτίδα του πολιτισμού. Χωρισμένο σε επιτιτλισμένες ενότητες, που αλληλοσυμπληρώνονται και επανασυνδέονται, το αποκαλυπτικό αυτό ντοκιμαντέρ του Hubert Sauper ξεκινάει και κλείνει με μια εικόνα που επανέρχεται συχνά στην ταινία. Τις αφίξεις και αναχωρήσεις σοβιετικών μεταγωγικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Μουάνζα. Στο ενδιάμεσο ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες εξαθλίωσης της περιοχής, ακούει συνεντεύξεις από ντόπιους και ξένους και παρακολουθεί το χρονικό ενός στυγνού εγκλήματος, που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά σαν ταινία τρόμου.
Από την αρχή σχεδόν εμφανίζονται άρρηκτα δεμένες και οι δύο διαστάσεις του εγκλήματος. Η οικολογική και η κοινωνικοπολιτική. Η πέρκα του Νείλου, το ψάρι αρπακτικό που εισήχθη πειραματικά στη λίμνη τη δεκαετία του 60, καταβρόχθισε όλα τα άλλα ψάρια, οδηγώντας στην καταστροφή ενός από τα πλουσιότερα οικοσυστήματα του πλανήτη. Η ιχθυοβιομηχανία που αναπτύχθηκε στην περιοχή εκμεταλλεύεται το φτηνό εργατικό δυναμικό πετώντας του στην κυριολεξία ψαροκόκαλα και οδηγώντας το στη λιμοκτονία. Το μεγάλο ψάρι και ως μεταφορά της «γενοκτονίας» ενός λαού. Αλλά και ως προβολή της «ευεργετικής» παγκοσμιοποίησης που συσσωρεύει κέρδη για τους λίγους και εκλεκτούς, αφού «όλα πλέον ανήκουν στις εταιρείες», όπως ακούγεται στην αρχή της ταινίας.
Εκτός από τα αεροπλάνα υπάρχει και μια ερώτηση που επανέρχεται συνεχώς από το σκηνοθέτη: «Τι φέρνουν τα αεροπλάνα που καταφτάνουν;» Για να πάρει από τους αποδέκτες της κάθε φορά διαφορετική απάντηση. Για τους διευθυντές εργοστασίων τα κιβώτια είναι άδεια, για τους ρώσους πιλότους μεταφέρουν γενικά εξοπλισμό, ενώ μόνο προς το τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια από λίγους υποψιασμένους ντόπιους. Το εμπόριο της πέρκας καλύπτει ένα καλά οργανωμένο λαθρεμπόριο όπλων και πυρομαχικών για τους πολέμους που διεξάγονται στην Αφρική. Εκμεταλλευόμενες τα φτωχά μέτρα ασφαλείας του αεροδρομίου της Μουάνζα, χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής γίνονται οι διακινητές αυτού του λαθρεμπορίου, ενώ αργότερα εμφανίζονται μέσω διεθνών οργανισμών ως ανθρωπιστικοί σωτήρες ενός πληθυσμού που λιμοκτονεί ή πεθαίνει από τον ιό του AIDS.
Στον « Εφιάλτη του Δαρβίνου» ο αυστριακός σκηνοθέτης Hubert Sauper, με την κάμερα στο χέρι, αποτυπώνει τη φρίκη και την αθλιότητα ενός κύκλου εκμετάλλευσης-εξαθλίωσης της Αφρικής. Μιας διαδικασίας της οποίας οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν κάλλιστα τις τραγικές συνέπειες αλλά δεν κάνουν τίποτα για να την αποτρέψουν. Από το ντοκιμαντέρ του παρελαύνουν πολλά πρόσωπα: ντόπιοι ψαράδες, παιδιά του δρόμου, τανζανές πόρνες, ρώσοι πιλότοι, επιχειρηματίες, στελέχη της παγκόσμιας τράπεζας, πολιτικοί, ακόμα και επίτροποι της Ε.Ε. Με την επαγγελματικότητα ενός ρεπόρτερ αλλά και τη διακριτικότητα ενός ευαίσθητου κινηματογραφιστή αφήνει τα ίδια τα πρόσωπα να μιλήσουν μπροστά στο φακό και να πουν τις δικές τους ιστορίες, φωτίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα διαφορετικές πλευρές του εγκλήματος. Άλλοτε με φυσικότητα, πολύ συχνά με αμηχανία ή με επιτηδευμένη προσποίηση, κάποτε και με τόνους οργισμένης διαμαρτυρίας. Αλλά είναι και η οπτική προσέγγιση του θέματος που διαμορφώνει το ύφος της ταινίας. Άλλοτε σκοτεινή, σχεδόν αποκρουστική και άλλοτε τρυφερή και ανθρώπινη. Μέσα σε αυτή την κανιβαλική κοινωνία οι σκηνές που η κάμερα στρέφεται στην ξεχασμένη γαλήνη της λίμνης και στα σπάνιας ομορφιάς πρόσωπα των τανζανών, συνιστούν στιγμές αποκάλυψης σε έναν τραγικά εφιαλτικό κόσμο.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]