Υπάρχει κάτι το μυστηριώδες στην αρχή του Every Thing Will Be Fine, που δημιουργείται από την εικόνα και ενισχύεται από τη μουσική υπόκρουση. Από την πρώτη σκηνή ο θεατής συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μέσα σε μια τρισδιάστατη ταινία. Και ότι κάτι σκοτεινό πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ένας πεδίο δράσης κλειστό και ασφυκτικό, το οποίο προοικονομεί τη θλίψη και το βάρος των γεγονότων που θα ακολουθήσουν. Ένας χώρος, όπου μικροί κόκκοι σκόνης αιωρούνται στον αέρα και διαλύονται στο φως και όπου και η παραμικρή λεπτομέρεια έρχεται στο προσκήνιο και γίνεται άμεσα ορατή. Το δραματικό όμως παραμερίζεται εκτός σκηνής και δε βγαίνει ποτέ στην επιφάνεια. Όλη η ταινία αντανακλάται στην ουσία στη σκηνή αυτή.
Η πρώτη τρισδιάστατη ταινία μυθοπλασίας του Wim Wenders, δεν υποστηρίζει τόσο τον τίτλο της, ούτε και το κινηματογραφικό της είδος, όσο το μέσο που χρησιμοποιεί. Βασισμένη σε σενάριο του Bjørn Olaf Johannessen, αφηγείται με χρονικά άλματα την ιστορία του Τόμας, ενός νεαρού συγγραφέα, που άθελά του προκαλεί ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και περνάει τα επόμενα δώδεκα χρόνια της ζωής του μέσα σε βαθιά συνειδησιακή κρίση. Σε ένα χιονισμένο επαρχιακό δρόμο του Καναδά, ο Τόμας θα σκοτώσει με το αυτοκίνητό του ένα μικρό αγόρι που κατέβαινε από ένα λόφο με το έλκηθρό του. Το δυστύχημα θα αφήσει βαθιά τραύματα σε τρεις ανθρώπους. Στη ζωή του συγγραφέα, στης μητέρας του παιδιού αλλά και σε αυτή του μικρότερου αδελφού του θύματος, που επέβαινε επίσης στο έλκηθρο. Η ζωή του Τόμας μετά το ατύχημα καταρρέει. Η σχέση του με την κοπέλα του καταστρέφεται, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη γραφή. Η ταινία παρακολουθεί τον ήρωα στην προσπάθειά του να συνεχίσει τη ζωή του και να ξαναβρεί τη δημιουργικότητά του. Κάτι που το καταφέρνει, ίσως και εξαιτίας του τραγικού συμβάντος. Παράλληλα παρακολουθεί διακριτικά και τη μητέρα και τον αδελφό του θύματος, μέχρι τη στιγμή που ο τελευταίος στα δεκαεφτά του θα αποφασίσει να ξανασυναντήσει τον άντρα εκείνου του μοιραίου απογεύματος.
Ο σκηνικός χώρος και το θέμα της ταινίας παραπέμπουν εύκολα στο «Γλυκό Πεπρωμένο» (The Sweet Hereafter) του Atom Egoyan. Ο θρήνος για τα παιδιά που χάνονται και τα τραύματα που αφήνει πίσω του το τραγικό γεγονός. Αλλά και η μάταιη αναζήτηση ευθυνών. Μόνο που εδώ απουσιάζουν οι διάλογοι, η δύναμη και η διάσταση μιας τραγωδίας. Υπάρχει μόνο η αλήθεια της τρίτης διάστασης, η ειλικρίνεια της εικόνας της και η παραμυθική της αφήγηση.
Ο Wenders, ο οποίος χαρακτήρισε την ταινία του ως «μια ιστορία ενοχής και συγχώρεσης αλλά και αποδοχής των πραγμάτων που δεν μπορείς να αλλάξεις πια» δεν διεισδύει στον κατεστραμμένο ψυχικό κόσμο των ηρώων του. Μένει στην επιφάνεια, στο προσκήνιο, σαν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ακριβή διαχείριση του χώρου αλλά και για τη σταδιακή απομάκρυνση και αποξένωση των ανθρώπων από το περιβάλλον τους. Αυτή η σταδιακή απομάκρυνση δίνεται με τα μέσα του 3- D. Επιτηδευμένο καδράρισμα μέσα από πόρτες και παράθυρα, οι ήρωες κλεισμένοι σε πλαίσια, χαμένοι, απομονωμένοι. Σαν να προσπαθούν οι τρισδιάστατες εικόνες να αποδώσουν οπτικά το εύθραυστο των σχέσεων και την έλλειψη εμπιστοσύνης που αφήνει πίσω του το τραγικό γεγονός. Μια ανέφικτη δυστυχώς προσπάθεια. Καταφέρνουν ωστόσο να κάνουν απτό έναν απειλητικό κίνδυνο, που εντείνεται από τη μουσική του Alexandre Desplats και θυμίζει μουσικές του Bernard Herman σε χιτσκοκικές ταινίες. Ένα διαρκές σασπένς που όμως δεν κορυφώνεται ποτέ.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]