(Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει)
των Paolo & Vittorio Taviani
cesare-deve-morire.jpg

Με το Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει, οι 80χρονοι αδελφοί  επιστρέφουν στο κινηματογραφικό προσκήνιο με ένα γεμάτο σφρίγος δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που τους χάρισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Η κάμερα των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, εισχωρεί στη φυλακή υψίστης ασφαλείας  Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης, και καταγράφει τις οντισιόν, τις συζητήσεις και τη διανομή των ρόλων, τις προετοιμασίες, την καθημερινότητα των φυλακισμένων, τις προσωπικές τους εξομολογήσεις στο φακό και εντέλει το ανέβασμα του θεατρικού έργου Ιούλιος Καίσαρας, του Γουίλιαμ Σαίξπηρ με πρωταγωνιστές πραγματικούς κρατουμένους των φυλακών. Η παράσταση μέσα στις φυλακές τελειώνει εν μέσω ενθουσιασμού και επιδοκιμασιών. Τα φώτα σβήνουν και οι ηθοποιοί που επιλέχθηκαν να ερμηνεύσουν τους ρόλους του Βρούτου, του Κάσιου, του Μάρκου Αντώνιου, του Καίσαρα και των υπόλοιπων συνωμοτών ... επιστρέφουν στα κελιά τους. Οι έγκλειστοι «ηθοποιοί» εκτίουν ποινές για εμπορία ναρκωτικών, ανθρωποκτονίες, μαφιόζικη δράση και αναθέσεις δολοφονιών. Ανάμεσά τους υπάρχουν ακόμα και βαρυποινίτες ισοβίτες και ο καθένας τους είναι μέλος σε κάποια από τις εγκληματικές οργανώσεις του υποκόσμου (Μαφία, Καμόρα, Ντραγκέτα κ.ά.).
Στην ταινία το θέατρο συναντάει τον κινηματογράφο σε  μια  «φυλακισμένη» πραγματικότητα, μέσα στην οποία η τέχνη μπορεί βέβαια να λειτουργεί λυτρωτικά (παροδικά και εφήμερα), αλλά και να σφίγγει τον κλοιό, όταν κάποιος κρατούμενος-ηθοποιός ακούγεται να λέει: «Από τότε που γνώρισα την τέχνη, το κελί μου έγινε μια πραγματική φυλακή».

(δ.τ.)