του Olivier Assayas
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Αυτή η ταινία, που διαπραγματεύεται το παρελθόν, τη σχέση μας με το δικό μας παρελθόν, και ό,τι μας διαμορφώνει, έχει μια μακρά ιστορία. Μια ιστορία που η Ζιλιέτ Μπινός /Juliette Binoche και εγώ μοιραζόμαστε ανεπιφύλακτα.
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά όταν και οι δυο μας βρισκόμασταν στο ξεκίνημα της καριέρας μας. Μαζί με τον Αντρέ Τεσινέ, είχα γράψει το «Rendez-vous» (1985), μια ιστορία γεμάτη φαντάσματα, στην οποία εκείνη, σε ηλικία είκοσι ετών, είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμα και τότε, η ταινία διαπραγματευόταν το Αόρατο και τον δρόμο που παίρνει μια νεαρή ηθοποιός προκειμένου να εκπληρώσει έναν ρόλο. Από τότε, έχουμε διαγράψει παράλληλες πορείες, που διασταυρώθηκαν μόνο πολύ αργότερα όταν γυρίσαμε μαζί το «Summer Hours» το 2008. Η Ζιλιέτ ήταν που είχε πρώτη την αίσθηση ότι υπήρχε κάποια χαμένη ευκαιρία, ή μάλλον ταινία, η οποία παρέμενε κρυμμένη στην κοινή μας ιστορία, και η οποία θα έφερνε και τους δυο μας πίσω στα στοιχειώδη. Με αυτή την ίδια διαίσθηση στο μυαλό μου, ξεκίνησα να κρατάω σημειώσεις, έπειτα να δίνω ζωή σε χαρακτήρες, και στη συνέχεια σε μια ιστορία που περίμενε να υπάρξει για πολύ καιρό.
Το γράψιμο είναι ένα μονοπάτι, και το συγκεκριμένο βρίσκεται σε ιλιγγιώδη ύψη, μιας χρονικής στιγμής μετέωρης ανάμεσα στην προέλευση και τον προορισμό. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ενέπνευσε μέσα μου εικόνες από ορεινά τοπία και απόκρημνες ατραπούς. Έπρεπε να υπάρχει ανοιξιάτικο φως, η διαύγεια του αέρα, και η ομίχλη του παρελθόντος, αυτή του Νεφελώδους Φαινομένου του Μαλόχα. Ένα μονοπάτι που με μετέφερε τόσο πίσω εκεί όπου όλα ξεκίνησαν, για τη Ζιλιέτ και μένα, όσο και εκεί όπου βρισκόμαστε σήμερα, στα ερωτήματά μας για το παρόν, και κυρίως το μέλλον.
Η Μαρία Έντερς είναι μία ηθοποιός. Με τη βοηθό της, τη Βαλεντάιν, εξερευνούν τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων που δημιούργησε ο Βίλελμ Μέλχιορ – χαρακτήρες που ακόμα δεν έχουν αποκαλύψει όλα τα μυστικά τους, ακόμα και είκοσι χρόνια αργότερα.
Αλλά δεν έχει να κάνει τόσο με το θέατρο και τις ψευδαισθήσεις του, ούτε με τις περιπλανήσεις της μυθοπλασίας, όσο έχει να κάνει με τον Άνθρωπο, με τον πιο απλό και ενδόμυχο τρόπο.
Από αυτή την άποψη, οι λέξεις, αυτές που γράφονται από τους συγγραφείς, αυτές που οι ηθοποιοί διαθέτουν, αυτές που οι θεατές επιτρέπουν να αντηχήσουν μέσα τους, δεν προκαλούν τίποτα άλλο παρά τις ερωτήσεις που κάνουμε στους εαυτούς μας, κάθε μέρα, στους δικούς μας εσωτερικούς μονολόγους.
Ναι, φυσικά, το θέατρο είναι η ζωή.
Και ίσως και λίγο καλύτερο από τη ζωή, γιατί αποκαλύπτει ένα μεγαλείο τόσο στις καλύτερες καταστάσεις όσο και στις χειρότερες, στις ασήμαντες στιγμές και στα όνειρά μας. Με αυτή την έννοια, η Μαρία Έντερς δεν είναι ούτε η Ζιλιέτ Μπινός ούτε εγώ. Είναι ο καθένας από μας, μέσα από αυτή την αναγκαιότητα να επισκεφθούμε ξανά το παρελθόν – όχι για να το αποσαφηνίσουμε, αλλά περισσότερο για να βρούμε τα κλειδιά για την ταυτότητά μας, αυτή που μας έχει κάνει αυτούς που είμαστε, και που συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά.
Κοιτάζει προσεκτικά μέσα στο κενό και παρατηρεί τη νεαρή γυναίκα που ήταν στην ηλικία των 20. Στην καρδιά, είναι ακόμα η ίδια, αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει γύρω της, και η νιότη της έχει φύγει – η νιότη ως αθωότητα, ως ανακάλυψη του κόσμου. Αυτό δεν έρχεται για δεύτερη φορά.
Από την άλλη πλευρά, δεν ξεχνάμε ποτέ τι μας έχει διδάξει η νιότη μας: αυτή τη συνεχή επανεφεύρεση του κόσμου, την αποκωδικοποίηση μιας υπερσύγχρονης πραγματικότητας και το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για να γίνει μέρος της.
Το να δίνεις σε κάθε στιγμή τη σπουδαιότητα και τον κίνδυνο της πρώτης φοράς.
Είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ενός τοπίου που έμοιαζε σε μένα ως το ιδανικό σκηνικό για μια κωμωδία – ή ένα δράμα, ανάλογα με την προοπτική που επιλέγει κανείς – μιας ηθοποιού που καταδύεται στην άβυσσο του χρόνου, είτε από επαγγελματική είτε από ηθική υποχρέωση, παρά από επιθυμία.
Όταν κοιτάζουμε επίμονα μέσα σε αυτό το κενό, δεν αντανακλά πολλά πέρα από την ίδια μας την εικόνα, παγωμένη στο απόλυτο παρόν. Αυτό το στιγμιότυπο βρίσκεται στην καρδιά του Σιλς Μαρία. Η Μαρία Έντερς ανακαλύπτει τον εαυτό της να διαθλάται σε χιλιάδες άβαταρ που πηγάζουν από τον εικονικό κόσμο της δόξας – και της απέχθειας – των σύγχρονων μίντια. Εκεί είναι όπου το όριο ανάμεσα στον πιο προσωπικό, τον πιο κοινότοπα οικείο, και τον ψηφιακό δημόσιο χώρο διαγράφεται. Το αναζητάμε αυτό το όριο, αλλά δεν μπορούμε να το βρούμε. Ίσως απλά να μην υπάρχει πια.
Είναι η Μαρία Έντερς το νεαρό κορίτσι που έπαιζε κάποτε τη Ζίγκριντ στην ταινία του Βίλελμ Μέλχιορ, είναι η ενήλικη, η ώριμη γυναίκα όπως τη βλέπουν οι άλλοι, ή ίσως είναι ακόμα ένας από τους χαρακτήρες που υποδύθηκε, ή ένα ακόμα από τα πρόσωπα που εμφανίζονται όταν κάποιος αναζητά το όνομά της στο διαδίκτυο ή στο YouTube;
Υπάρχει άραγε κάτι από το οποίο μπορεί ακόμα να πιαστεί, αν όχι το μυστικό της δικής της ιδιωτικότητας, το μοναδικό εκείνο μέρος όπου ο χρόνος δεν μπορεί να αφήσει τα ίχνη του;
Το μέρος όπου μπορεί μονάχα να ρέει, σαν τα Νεφελώδη Φαινόμενα της Μαλόχα;
Από πολύ νωρίς, σκεφτόμουν τα σύννεφα, τον ουρανό πάνω από την κοιλάδα Ενγκαντίν, το πώς ένα τοπίο μπορεί να μένει απαράλλαχτο και ταυτόχρονα να κινείται, κάτι που είναι συνάμα τρομακτικό και τόσο ανθρώπινο. Είναι παράξενα χαραγμένο στο χρόνο, και έχει γίνει μάρτυρας όλων των υπάρξεων που το όργωσαν, έγιναν ένα με αυτό, από κάθε περίοδο. Και που βίωσαν τα ιλιγγιώδη ύψη του.
Το 1924, στην αυγή του κινηματογράφου, ο Άρνολντ Φάνκ, ένας από τους πρωτοπόρους της ορεινής φωτογραφίας, κινηματογράφησε τα αλλόκοτα Νεφελώδη Φαινόμενα της Μαλόχα, όπου οι βουνοκορφές, τα σύννεφα και ο άνεμος, όλα αναμειγνύονται μεταξύ τους αφηρημένα, θυμίζοντας κλασική κινέζικη ζωγραφική. Γύρισε σε ασπρόμαυρο, και η μόνη μορφή στην οποία σώζεται σήμερα είναι μια φθαρμένη και γρατζουνισμένη κόπια. Με μια λέξη, μία ανάμνηση του τι θα μπορούσε να ήταν και πάνω στην οποία ο χρόνος, με τη σειρά του, χάραξε τα σημάδια του.
Είναι παρ’ όλα αυτά αλλόκοτο να αισθάνεσαι μια οικεία και μυστηριώδη αλήθεια σε αυτούς τους χώρους, παρά τα (ή χάρη στα) φίλτρα που μας χωρίζουν από αυτούς. Αποκαλύπτονται μέσα από μια απόμακρη υποκειμενικότητα, με σχεδόν έναν αιώνα να μας χωρίζει.
Μήπως αυτή δεν είναι ακριβώς η διαδικασία της τέχνης, η οποία αναπαράγει τον κόσμο, αλλά μέσα από ένα ξεχωριστό βλέμμα που κρύβει τόσα όσα και αποκαλύπτει, αδιάκριτα φέρνοντας στο φως το ορατό και το αόρατο;
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)