του Matteo Garrone
the-tale-of-tales.jpg

Γοτθική ως προς το ύφος της, η ταινία είναι μια εντυπωσιακή παρουσίαση των αφηγήσεων κλασικών παραμυθιών, προσαρμοσμένα στα ήθη και τους τρόπους του σύγχρονου θεαματικού κινηματογράφου.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία γειτονικά βασίλεια, το καθένα μ’ ένα υπέροχο κάστρο. Τα βασίλεια αυτά τα κυβερνούσαν οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες. Ο ένας βασιλιάς ήταν ένας ακόλαστος, ο άλλος γοητεύεται απ’ ένα παράξενο ζώο, ενώ μία από τις βασίλισσες θέλει με κάθε τρόπο να αποκτήσει ένα παιδί.
Μάγοι και νεράιδες, τρομακτικά τέρατα, δράκοι και ξωτικά, ακροβάτες και εταίρες είναι οι πρωταγωνιστές αυτής της διασκευής των ιστοριών του ναπολιτάνου συγγραφέα και ποιητή Giambattista Basile /Τζιανμπατίστα Μπαζίλ.
Ζήλια, ερωτικός πόθος, φθόνος, εγωισμός βρίσκονται στο κέντρο των παραμυθιών. Οι ήρωες σημαδεύονται από τα πάθη και τα ελαττώματα τους και πληρώνουν ένα ακριβό τίμημα: αυτό εξάλλου είναι και το δίδαγμα της κάθε ιστορίας.
Αυτές τις ιστορίες ο σκηνοθέτης της αποδίδει με μια διάθεση ακραία: ως μια σύγχρονη μπαρόκ ιστορία τρόμου. Η λαμπρότητα των χρωμάτων, οι εντάσεις στην αφήγηση αλλά και μια σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ είναι κεντρικά στοιχεία της αισθητικής της ταινίας. Το θεαματικό στοιχείο είναι κεντρικό στη σκηνοθετική οπτική: η ταινία ομοιάζει ως ένα μια ευρωπαϊκή εκδοχή ενός καλοκαιρινού χολιγουντιανού blockbuster.

Ο Matteo Garrone, σκηνοθέτης της ταινίας δηλώνει: "Στα παραμύθια του [Giambattista Basile], βρήκα την μίξη του αληθινού με το φανταστικό που πάντα χαρακτήριζε τις δουλειές μου. Οι ιστορίες καλύπτουν όλες τις αντιθέσεις της ζωής: το κανονικό και το εξαιρετικό, το μαγικό και το καθημερινό, το βασιλικό και το αισχρό, το ντόμπρο και το ψεύτικο, το υπέροχο και το βρώμικο, το φοβερό και το τρυφερό, ψήγματα μυθολογίας και κομμάτια λαϊκής σοφίας.
(...) Οι προηγούμενες δύο ταινίες μου ξεκίνησαν ως παρατηρήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας που κινούνται προς μία πιο φανταστική διάσταση. Εδώ, ήταν το αντίθετο ταξίδι: πήραμε παραμύθια και τους προσδώσαμε ρεαλισμό. Απλώς, όπως συμβαίνει κάθε φορά που κάποιος λέει ένα παραμύθι, το ερμηνεύσαμε με τον δικό μας τρόπο. Αυτό βέβαια δεν επηρέασε τις βασικές θεματικές τους, που είναι μοντέρνες. Μιλούν για σύγχρονες εμμονές: την παντοδύναμη επιθυμία για νιάτα και ομορφιά (την οποία ο Μπαζίλε καυτηριάζει θυμίζοντας τις πλαστικές επεμβάσεις), την λαχτάρα για ένα παιδί, την σύγκρουση των γενεών, και την βία που αντιμετωπίζει ένα κορίτσι για να ενηλικιωθεί.
(...) Ήμουν ζωγράφος πριν γίνω σκηνοθέτης. Για να κάνω μια ταινία, πρέπει να μου αρέσουν οι χαρακτήρες και η ιστορία, αλλά και οι εικαστικές δυνατότητες. Μεγάλη έμπνευση στάθηκε ο Φρανθίσκο Γκόγια και η σειρά χαρακτικών του, «Τα Καπρίτσια». Έχουν το είδος της γκροτέσκας ανθρώπινης υπόστασης, ταυτόχρονα ρεαλιστική αλλά και φανταστική. Όσον αφορά το σινεμά, ανάμεσα στις βασικές μου αναφορές ξεχωρίζω τα «Η Μάσκα του Δαίμονα» του Μάριο Μπάβα, «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο» του Λουίτζι Κομεντσίνι, «Καζανόβα» του Φεντερίκο Φελίνι και «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» του Μάριο Μονιτσέλι."

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, επίσημος ιστότοπος & κατάλογος του φεστιβάλ Καννών. Σύνταξη Δ.)