( Ξεχασμένες ζωές)
του Uberto Pasolini
still-life.jpg

Πορτραίτο ενός προσώπου που ασκεί ένα επάγγελμα εμποτισμένο από το πένθος, η ταινία αυτή διαθέτει μια αισιόδοξη στην κορύφωση της απόληξη.
Ο John May είναι εδώ και 22 χρόνια δημοτικός υπάλληλος στο Νότιο Λονδίνο: το καθήκον του είναι να αναζητά τους κοντινούς συγγενείς όσων εκ των τεθνεώντων δημοτών ζούσαν ένα βίο μονήρη. Ο John May, ως ένας ντετέκτιβ, εισβάλλει στις ζωές που έζησαν και τα σπίτια τους και αναζητά τα ίχνη που θα του επιτρέψουν να εντοπίσει τους συγγενείς τους, για να τους παραδώσει τη σορό και τα ελάχιστα αντικείμενα που έχουν αφήσει. Τον ίδιο ασκητικό και λιτό βίο ζει και ο ίδιος, και αυτό το γεγονός δημιουργεί μια απροσδόκητη συναισθηματική οικειότητα και ταύτιση με τους τεθνεώντες. Όμως, λόγω των οικονομικών περικοπών, το δημοτικό γραφείο πρόκειται να κλείσει. Η τελευταία αποστολή του αποδεικνύεται συναισθηματικά καθοριστική για τον ήρωα: θα ανακαλύψει μια ζωή γεμάτη από συντρίμμια, αποτυχίες, έναν έρωτα, ατελείωτη θλίψη - και μια εγκαταλελειμμένη κόρη…
Ο ιταλικής καταγωγής Uberto Pasolini, παραγωγός (The Full Monty) και σκηνοθέτης, στη δεύτερη και βραβευμένη στη Βενετία, ταινία εστιάζει σ’ αυτή τη φιγούρα του μοναχικού άνδρα. Εικονογραφεί με μια αισθητική λιτότητα την ασκητική του ζωή και τα συναισθήματα του και εστιάζει κυρίως στη μελαγχολία και τη θλίψη που τον στιγματίζει. Ο μοναχικός ήρωας μοιάζει να είναι ένας νεκροπομπός γι΄ αυτούς τους τεθνεώντες που έζησαν και αυτοί έναν βίο μονήρη. Όμως, ο αφηγηματικός τόνος δεν είναι πάντα μελαγχολικός και σκοτεινός, και η φωτεινή προοπτική χρωματίζει τα τελευταία πλάνα αυτής της κατ’ ουσία μονοχρωματικής ταινίας.
Με τους Έντι Μαρσάν, Τζόαν Φρόγκατ, Κάρεν Ντριούρι, Νιλ Ντε Σόουζα.
Δ.

Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη

Έμεινα εμβρόντητος στη σκέψη όλων αυτών των μοναχικών τάφων και των τελετών κηδείας που δεν πάει κανείς. Είναι μία πολύ δυνατή εικόνα. Άρχισα να σκέφτομαι για τη μοναξιά και τον θάνατο και για το τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας κοινότητας και πώς η φιλικότητα έχει εκλείψει σε πολλούς ανθρώπους. Γράφοντας το σενάριο, αισθάνθηκα ενοχές που δεν ήξερα τους γείτονες μου και την τοπική κοινότητα. Για πρώτη φορά, πήγα σε τοπική εκδήλωση με την επιθυμία να συμμετέχω για να συνδεθώ με τους γείτονες.
(...) Τι αξία έχει η ατομική ζωή στην κοινωνία; Πώς μπορούν τόσοι άνθρωποι να ξεχαστούν και να πεθάνουν μόνοι; Η ποιότητα της κοινωνίας μας κρίνεται από την αξία που δίνει στα πιο αδύναμα μέλη και ποιος είναι πιο αδύνατος από αυτόν που πέθανε; Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους νεκρούς είναι μία αντανάκλαση του πώς αντιμετωπίζουμε τους ζωντανούς. Και φαίνεται πολύ εύκολο να ξεχνάμε πώς να τιμούμε τους αποδημήσαντες στη δυτική κοινωνία. Θεωρώ ότι η αναγνώριση μιας ζωής που πέρασε είναι θεμελιώδης για μία κοινωνία που θέλει να αποκαλείται πολιτισμένη.
Με τις Ξεχασμένες Ζωές, ήξερα ότι ήθελα να κάνω μία ταινία που να είναι τόσο ακίνητη όσο υποδηλώνει ο τίτλος. Η βασική μου οπτική αναφορά ήταν οι τελευταίες ταινίες του Ozu, με τις δυνατές εικόνες της καθημερινής ζωής.
Όταν έκανα το Machan, είχα μία απίστευτη ομάδα ηθοποιών από τη Σρι Λάνκα, τους οποίους σκηνοθέτησα με τη βοήθεια διερμηνέα, οπότε δούλεψα περισσότερο με την τονικότητα παρά με τη γλώσσα. Με την ταινία, είχα λίγο χρόνο με τους ηθοποιούς για πρόβες και το πρόγραμμα ήταν πιο πιεσμένο, μιλούσαμε διαφορετικές γλώσσες, οπότε επένδυσα περισσότερο συναισθηματικά στα άτομα. Ευτυχώς, χάρη στη λαμπρότητα των ηθοποιών, κατάφερα να εκμαιεύσω το ίδιο ύφος και την ίδια έμφαση που είχα στο μυαλό μου όταν διάβασα το σενάριο.
(...) Η μοναχικότητα  του John May είναι εγγενής στην ταινία, αλλά δεν καταγράφεται ως μοναξιά, δεν βλέπει κάποιον άλλον τρόπο ζωής. Έχουμε την τάση να υποθέτουμε ότι αν σκεφτόμαστε με έναν τρόπο, τότε όλοι γύρω μας σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, και με την μοναξιά και την απομόνωση, προβάλουμε τους φόβους μας στους άλλους γύρω μας. Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η προσωπική ζωή μοιάζει άδεια, αλλά είναι συναισθηματικά αυτάρκεις και βρίσκουν την ολοκλήρωση σε άλλες περιοχές της ζωής τους, για παράδειγμα στη δουλειά τους. Η ζωή του John May είναι γεμάτη, γεμάτη από ξεχασμένες ζωές στις οποίες αφιερώνεται. Και παρ’ όλο που μπορεί να μη θέλουμε να ζούμε μία ζωή ακινησίας, είναι σημαντικό που δεν τον αισθανόμαστε ξένο. Φυσικά απολαμβάνουμε το σημείο που αρχίζει να ανοίγεται, να δοκιμάζει καινούριο φαγητό, να ταξιδεύει σε μέρη που δεν έχει επισκεφτεί ποτέ, να μοιράζεται ένα μπουκάλι με δύο άστεγους. Η ικανότητα και η ανθρωπιά του Eddie έδωσε αληθοφάνεια σε αυτές τις ενέργειες και τις μικρές αλλαγές που στιγμάτισαν τον John May.
(...)  Δεν ήθελα πλάνα πάνω από τον ώμο άλλων χαρακτήρων πάνω στο πρόσωπο του John May γιατί ήθελα το κοινό να έχει όσο το δυνατόν πιο προσωπική σχέση με τον χαρακτήρα. Οπότε θα μπορούσαμε να είμαστε πάντα μαζί του και ποτέ με κάποιον άλλο. Είμαστε με κάποιον άλλο, μόνο όταν συναντά την Kelly. Στις σκηνές αυτές για πρώτη φορά έχουμε λήψεις πάνω από τον ώμο και μετά από αυτό βλέπουμε ένα πλάνο με τους δύο μεθυσμένους έξω από την εκκλησία. Σε αυτό το σημείο, συνδέεται κινηματογραφικά με άλλους ανθρώπους με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί στην ταινία. Αυτά είναι λεπτά θέματα που βοήθησαν να πάρουμε αποφάσεις για το πού θα βάλουμε την κάμερα.
(...) Η ταινία είναι κατά κάποιο τρόπο ένα ταξίδι που αφυπνίζει τις αισθήσεις, οπότε ξεκινάει χωρίς κορεσμένα χρώματα και σταδιακά αποκτά χρώμα. Στην αρχή έχουμε γκρι, μπλε, καφέ και μονοχρωμίες. Περισσότερο χρώμα έρχεται καθώς ξετυλίγεται η ταινία. Σε συνδυασμό με τα σκηνικά, επικρατεί μία γενική συμμετρία.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)