του Mathieu Amalric
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
la-chambre-bleue.jpg

(...) Συνάντησα τον Πάολο Μπράνκο/ Paulo Branco στο δρόμο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Ρόμαν Πολάνσκι. Ο Πάολο –είναι σαν προφήτης– αισθάνθηκε πως θα χρειαζόμουν αιώνες για τον Στανταλ. Είναι βαθιά συγκινητικό όταν κάποιος σου λέει «Κάνε κάτι, γύρισε! Δεν θες να κάνεις κάτι μέσα σε τρεις βδομάδες;» Έψαξα, και εκεί ήταν, όλοι έχουμε ένα βιβλίο του Σιμενόν /Georges Simenon που βρήκαμε και διαβάσαμε μια μέρα στο εξοχικό του δεν-θυμόμαστε-καν-ποιου. Δεν γνωρίζω καν από πού προέρχεται αυτό το βιβλίο, από ποιον το έκλεψα. Είναι ένα βιβλίο που είχα ήδη χρησιμοποιήσει για το «Τουρνέ στο Παρίσι». Στο σενάριο, είχαμε ονομάσει την τελευταία σκηνή «το μπλε δωμάτιο», και εκεί ήταν: ένας άντρας και μια γυναίκα. Τι πραγματικά απομένει στη ζωή, πέρα από δυο κορμιά ενωμένα μεταξύ τους;
Πολύ γρήγορα, είπα στον εαυτό μου: σε τέσσερις εβδομάδες, αυτό, «Το Μπλε Δωμάτιο», είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Αποδείχθηκε πως τα δικαιώματα του βιβλίου ήταν διαθέσιμα, κάτι που με εξέπληξε πολύ. Υπάρχουν τόσοι πολλοί που θέλησαν να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη: Ο Μορίς Πιαλά πήγε πολύ μακριά με τη μεταφορά του, με τον Ζακ Φίσκι. Η Κατρίν Ντενέβ ήταν να το κάνει με τον Αντρέ Τεσινέ. Ο Ντεπαρτιέ ζήτησε από τον Σαμπρόλ να το σκεφτεί. Λέγεται ότι ακόμα και οι αδελφοί Νταρντέν...
(...) Ήταν μάλλον ένα βιβλίο που με στοίχειωνε για πολύ καιρό, και γραμμένο από τον Σιμενόν, έναν τύπο που γράφει με ταχύτητα στο κόκκινο. Συνεπώς, με προσκαλούσε να γυρίσω κι εγώ γρήγορα την ταινία.
Αυτό που επίσης με προσελκύει είναι το κράμα καυτού και ψυχρού, και το τι μπορεί να τρελάνει έναν άνδρα: μια δυσανάγνωστη γυναίκα! «Την παρεξήγησα για μια ψυχρή γυναίκα, μια ακατάδεχτη γυναίκα, ένα άγαλμα». Αντικρίζουμε εδώ την άβυσσο της σεξουαλικότητας και της έλξης, κάτι ανείπωτο. Αυτό που είναι συναρπαστικό με τον Σιμενόν είναι πως όλοι τον πιέζουν να το εκφράσει αυτό με λόγια.
Όταν έγραψε το μυθιστόρημα αυτό το 1963, στο Επαλίνζ της Ελβετίας, ο Σιμενόν βρισκόταν σε μια φάση μόνιμης αυτο-μαστίγωσης, του τύπου «Οι γυναίκες είναι μάγισσες, δεν έπρεπε να το είχα κάνει». Είναι ένα μυθιστόρημα τιμωρίας σχετικά με τη σεξουαλικότητα – ή σχετικά με τη δική του πληθωρική σεξουαλικότητα. Και με τη Στεφανί Κλεό / Stéphanie Cléau (σ.τ.ε. σεναριογράφος και ηθοποιός που υποδύεται την Esther Despierre, σύζυγο του ήρωα) –με την οποία διασκευάσαμε μαζί το μυθιστόρημα– προσπαθήσαμε να το σβήσουμε όσο μπορούσαμε.
Συνέταξα μια λίστα αντίπαλων ταινιών, ταινιών που έπρεπε εν γνώση μου να απορρίψω, όποια κι αν ήταν η αξία τους. Το «Ο Διάβολος Είναι Γυναίκα» του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ για παράδειγμα: Δεν ήθελα η Εσθέρ να είναι μια βαμπ. Ήθελα να είναι απλά μια δυσανάγνωστη γυναίκα, εκ των προτέρων χωρίς όπλα αποπλάνησης. Επίσης, υπήρχε η απλή ευχαρίστηση του whodunit , του ποιος σκότωσε ποιον, ποιος είναι νεκρός. Με αυτή τη δομή να πηγαίνει προς τα πίσω.
(...) Στο στάδιο του σεναρίου, γραμμένου σε δύο στήλες, ήδη θέλαμε τον ήχο και την εικόνα να μάχονται το ένα το άλλο, κάτι που οδηγεί σε μια ιδιαίτερη αφηγηματική σύμβαση. Κατά συνέπεια, κατάφερα να έχω τον περισσότερο δυνατό χρόνο για μοντάζ. Το πρόγραμμα το επέτρεπε, αφού γυρίσαμε σε δύο φάσεις, τον Ιούλιο και τον Νοέμβριο, με τη δυνατότητα να ξεκινήσουμε να μοντάρουμε στο ενδιάμεσο.
Πέρα απ’ αυτό, πραγματικά έπρεπε να δουλέψουμε ανάποδα, να επιμείνουμε στην προετοιμασία. Με ένα πραγματικό, πλήρες εγκληματικό ιστορικό, ενημερωμένο με τη βοήθεια ιατροδικαστικών επιστημόνων, σε σύγκριση με το τι μπορούσε να γίνει το 1963.
Ήξερα πως θα ήταν μια σύντομη ταινία, του τύπου των B-movies, στο πνεύμα των ταινιών του Ζακ Τουρνέρ παραγωγής της RKO – συμπεριλαμβανομένης μιας ταινίας με τίτλο «Μόλις Πέσει η Νύχτα». Το «4 πτώματα Χωρίς Ένοχο» του Ότο Πρέμινγκερ αποτέλεσε επίσης φάρο.
(...) Στο «Μπλε Δωμάτιο» ερχόμαστε αντιμέτωποι με μοναχικούς και συνεσταλμένους χαρακτήρες. Ήξερα πως δεν θα υπήρχαν κινήσεις κάμερας να δέσουν, να ενώσουν τους πρωταγωνιστές. Ακόμα και στις ερωτικές σκηνές, όπου εστιάζουμε περισσότερο σε αναμνήσεις παρά σε ξεκάθαρα αισθησιακά πράγματα, δεν υπάρχει αυτός ο αισθησιασμός, ούτε τα χάδια. Συνεπώς, αυτό δεν επιτρέπει δεξιοτεχνίες. Η χρήση του Πανοραμίκ δεν είναι κατάλληλη όταν κάτι είναι τόσο στατικό.
(...) Με τον Κριστόφ Μποκαρνέ /Christophe Beaucarne, τον Διευθυντή Φωτογραφίας, διερωτηθήκαμε, αφού είχαμε κάνει κάποιες δοκιμές, αν θα χρησιμοποιούσαμε Widescreen ή 1/33. Πολύ γρήγορα, το δεύτερο φορμά επιβλήθηκε από μόνο του. Ο Κριστόφ θεωρούσε πως καθάριζε το μάτι του. Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα είναι επιμηκυμένα – αρκεί μόνο να δούμε το μέγεθος των καρτ-ποστάλ που πουλάμε σήμερα. Συνεπώς, διαλέξαμε την αντίθετη άποψη. Και ο αισθησιασμός του Σινεμασκόπ δεν έμοιαζε να ταιριάζει σε αυτή τη σχέση.
Αποφασίσαμε να εστιάσουμε σε στατικά πλάνα, αλλά χωρίς θρησκευτική ευλάβεια. Καμία αρμονία, μάλλον ταραχή. Κανένα επιδεικτικό στήσιμο, μόλις αρκετό για να ακολουθήσει μια ιστορία, στον πρώτο βαθμό.
(...) Στο μυθιστόρημα –που για ακόμη μια φορά πραγματικά βάζει την αυτομαστίγωση μπροστά– είναι όντως ένα πρόθυμο θύμα. Προσπαθήσαμε να το αφαιρέσουμε αυτό όσο ήταν δυνατόν. Ήθελα αυτή τη μόνιμη ευχαρίστηση της αμφιβολίας, πρώτα απ’ όλα γι’ αυτόν, έπειτα για το γεγονός ότι είναι πιθανόν να μην είναι ούτε κι εκείνη ένοχη. Με τον Σιμενόν, υπάρχει συχνά η ιδέα ότι οι εραστές θα είναι αθώοι. Σχετικά με τον ρόλο της μητέρας, επέμεινα λίγο, επανέλαβα μάλιστα κι ένα γύρισμα στο φαρμακείο. Μοντάροντας, ήμασταν υπερβολικά διακριτικοί σχετικά με τη μητέρα, και ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι περνάει από το μυαλό του Ζουλιέν όταν ακούει αυτή την «κοκκινομάλλα γυναίκα».
(...) Η Στεφανί διασκευάζει έργα για το θέατρο, δεν είναι καθόλου ηθοποιός, είναι μάλιστα το αντίθετο μιας ηθοποιού – το να την τραβάς φωτογραφία είναι ήδη μαρτύριο γι’ αυτήν. Και αυτό μου προξένησε ενδιαφέρον. Αυτή η γυναίκα, δεν γνωρίζουμε ποια είναι, ενσαρκώνει την απειλή του αγνώστου. Ερμηνεύοντας τον Ζουλιέν ο ίδιος, ήταν ενδιαφέρον για την επίσημη σύζυγό μου να είναι επίσης κανονική ηθοποιός. Αν και η ερωμένη είχε αναγνωρίσιμο πρόσωπο, θα προκαλούσε, όπως πάντα, μια αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς, κάτι που δεν ήθελα.
Και υπάρχει και το παιχνίδι με το ζευγάρι: παίζουμε τους εραστές ενώ ζούμε μαζί εδώ και εννιά χρόνια – έχει να κάνει με το ανείπωτο ακόμη μια φορά.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)