Ο Xavier Racine είναι ένας αυστηρός ικαστής. Το παρατσούκλι του είναι «ο δικαστής με τα δυο χέρια» γιατί οι ποινές που επιβάλλει είναι τουλάχιστον 10 χρόνια. Όλα όμως αλλάζουν την ημέρα που ο Racine συναντά την Ditte Lorensen-Coteret. Είναι στην επιτροπή των ενόρκων που δικάζει κάποιον που κατηγορείται για ανθρωποκτονία. Έξι χρόνια νωρίτερα, ο Racine ήταν ερωτευμένος μαζί της, χωρίς να το ξέρει κανένας. Αυτή είναι ίσως η μόνη γυναίκα που αγάπησε ποτέ.
Με τους Fabrice Luchini, Sidse Babett Knudsen.
Ο Christian Vincent, σκηνοθέτης της ταινίας δηλώνει: «Η αίθουσα του δικαστηρίου είναι ένα θέατρο, με το κοινό, τους ηθοποιούς, τη δραματουργία του, και τα παρασκήνια της. (…) Αλλά πριν από όλα, είναι ο τόπος της ομιλίας, όπου η προφορική διαδικασία είναι θεμελιώδους σημασίας. Ένα μέρος όπου κάποιοι εξασκούν το λόγο, και όπου οι άλλοι, μερικές φορές, δεν καταλαβαίνουν καν τις ερωτήσεις που τίθενται. Όλα περιέχονται σε μια ποινική δίκη. Υπάρχει ανθρώπινη δυστυχία, λυρικοί συλλογισμοί, στιγμές πλήξης, βλέμματα στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, αντίθετα στρατόπεδα, άνθρωποι που ψεύδονται, αλήθειες και πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Μερικές φορές, στο τέλος των διαδικασιών η αλήθεια επικρατεί. Αλλά όχι πάντα.».
Και συνεχίζει: «Ψάχνοντας να βρω μια ιστορία και έναν χαρακτήρα, μου ήρθε η εικόνα του Φαμπρίς ως δικαστή και πήγα σε μερικές δίκες για να γνωρίσω τον κόσμο αυτό. Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι ένα δικαστήριο είναι λίγο σαν θέατρο: με το κοινό, τους ηθοποιούς, τα παρασκήνια. Είναι μια προκαθορισμένη τάξη, που περιμένει κάποιον να την αναστατώσει. Όταν μία δίκη ολοκληρωθεί, η αλήθεια ενίοτε έχει θριαμβεύσει. Άλλες, πάλι, όχι. Συνήθως, ποιος ξέρει;».
«(...) Παλιότερα, όταν με ρωτούσαν γιατί κάνω ταινίες, απαντούσα ότι ήταν η δουλειά που έκανε καλύτερη χρήση του χρόνου μου και ότι η εναλλαγή ανάμεσα στις περιόδους μοναχικής εργασίας και της συλλογικής δουλειάς έφερναν μοναδικές στιγμές. Σήμερα, όταν μου κάνουν την ίδια ερώτηση, απαντώ ότι το κάνω για να κινηματογραφήσω τη χώρα μου, την ποικιλία των εδαφών της, των γλωσσών της, της κουλτούρας της. Και αν αποφάσισα να γυρίσω την ιστορία εν μέρει σε ένα δικαστήριο, είναι επειδή είναι ένα από τα σπάνια μέρη στην κοινωνία μας όπου όλοι ακούν όλα όσα λέγονται, όπου όλες οι κουλτούρες συνυπάρχουν, όπου όλες οι κοινωνικές τάξεις έρχονται σε επαφή».
(πηγή κατάλογος Φεστιβάλ Βενετίας, σημειώσεις για την παραγωγή)