(Η δύναμη της σάρκας)
του Nicolas Roeg
Τα ζενερίκ και πίσω τους, το εσωτερικό ενός ασθενοφόρου που μεταφέρει μια κοπέλα που ξεψυχάει, το μισοσκότεινο δωμάτιο που κάποιος ακούει στο μαγνητόφωνο του τηλεφώνου, μια γυναικεία φωνή που τον αποχαιρετάει, στα σύνορα δύο κόσμων ο αποχωρισμός ενός ζευγαριού.
Η κατάληξη, η πορεία, η εκκίνηση μιας ερωτικής ιστορίας μέσα από ένα πολύπλοκο μοντάζ, η σύλληψη της διαδρομής του μνημονικού ίχνους, η επανάληψη διαφορετικών, ασυνεχών χρονικών αξιών που δημιουργεί εντυπώσεις περιστροφής [1].
Σαν θεατής βρίσκομαι εγκλωβισμένος, εκτοπισμένος (θύμα της κεντρομόλου δύναμης) στη κορυφή του τριγωνικού θαλάμου [2] μιας περιστρεφόμενης πόρτας, που περιδινούται με την ταχύτητα διαδοχής των καρέ στην οθόνη και παρακολουθώ το φιλμ να ξετυλίγεται γύρω μου, σαν φωτεινό διάζωμα.
Και η περιστροφική κίνηση εισάγει την κίνηση της σεξουαλικής ορμής [3] που εγγράφεται με τη μορφή χρωμάτων, μεταθέσεων και συμπυκνώσεων μορφών, ρυθμών και εντάσεων, εισάγει ακόμα τη σχέση του δικού μου ερωτικού σώματος σαν θεατή με αυτό της ταινίας (κινηματογραφοφιλία), καθώς το βλέμμα μου δεν σταματά να περιδιαβάζει την επιφάνεια της οθόνης, ακολουθώντας το παιχνίδι των εικόνων (και των ήχων) του φιλμ.
Αυτό που δημιουργεί την εντύπωση διαρκούς κίνησης είναι το μοντάζ: η σύνδεση, η συναρμογή, η συνάρθρωση των πλάνων που επιτυγχάνεται με τα βλέμματα των ηθοποιών που κοιτάζουν προς το εκτός πεδίου, η συρραφή, η σύμπλεξη προοδευτικών και αναδρομικών κινήσεων: το παρελθόν που εισάγεται από τη μνήμη στο παρόν, χωρίς να αλλοιώνεται και καταργεί τη διάσταση του χρόνου, που αποφράζει το ρέον: ροή του πόθου, του έρωτα, του θανάτου, ροή που υπερβαίνει το απλό σημαινόμενο του φιλμ.
Το σώμα της γυναίκας: ο τόπος που κλίνουν όλες οι τροχιές των βλεμμάτων, ο τόπος του πόθου και του ονείρου, ο στόχος της επιθετικότητας και ο αγώνας του ποθούντος.
Το σώμα της Μιλένας που το κατακερματίζει, το τεμαχίζει η οθόνη καθώς είναι ξαπλωμένο στο χειρουργικό κρεβάτι και αιμορραγεί, τρεμίζει τα βλέφαρα, αντιστέκεται στο θάνατο, τινάζεται και με το πέρασμα σ’ ένα άλλο πλάνο, σ΄ ένα άλλο χώρο, σ’ ένα άλλο χρόνο, ξαναπαρουσιάζεται συνεχές γυμνό ή καλυμμένο, μα πάντα προκλητικά.
Και ο μικροαστικός καθηγητής της ψυχανάλυσης, με τον «εκνευριστικό» καθωσπρεπισμό του, την αφόρητη ζήλια του (ομοφυλόφιλος πόθος;) που λατρεύει τη γυναίκα αντικείμενο, που αποδέχεται τη απόλαυση της μόνο σαν συμπληρωματική, πίσω από το φαλλό, που αποζητά το νόμιμο, το υπαγορευμένο και την παθητικότητα (θηλυκότητα).
Η επιθυμία της δικής του υποστασιοποίησης θα εκδηλώσει την επιθετικότητα του και θα αναφωνήσει στη σκηνή του βιασμού: «σ’ αγαπώ»: θέλω να σε υποτάξω, να σε έχω στην κυριαρχία του βλέμματος μου, να εξουσιάζω το σώμα σου, να μου ανήκεις απόλυτα, να σε σκοτώσω [4].
«Εγγράφει» πάνω του όλες τις συστατικές παρορμήσεις μιας σεξουαλικότητας που έχει «ένα αντικείμενο από την αρχή και είναι προσκολλημένη σ’ αυτό: παρορμήσεις κυριαρχίας (σαδισμός), του θεάματος (ηδονο-παρατήρηση) και της περιέργειας» [5].
Ο κατάσκοπος (σύζυγος), ο ψυχαναλυτής (εραστής), ο αστυνόμος θα παρατηρούν, θα ερευνούν, θα βλέπουν, θα προβλέπουν [6], αλλά θα μένουν πάντα ανικανοποίητες, γιατί η εικόνα της Μελίνας δεν θα πάψει να ‘ναι ανησυχητική, απειλητική, δεν θα πάψει να ‘ναι αυτό που δεν θέλουν να βλέπουν, δεν θα πιστοποιεί τη δική τους ύπαρξη, δεν θα τους προσφέρει καμιά διανοητική ασφάλεια.
Τα πλάνα και οι σεκάνς γίνονται μεγαλύτερης διάρκειας και η κυκλική ταχύτητα επιβραδύνεται, η ένταση μειώνεται.
Στην τελευταία σεκάνς στην τυχαία συνάντηση του Άλεξ και της Μιλένας θα διασταυρωθούν (επιτέλους) τα βλέμματα τους, θα προσφέρει αυτή στη ματιά του την ουλή της τραχειοτομής της και αυτός τη γραβάτα του, σημαίνον του αμετακίνητου κομφορμισμού του και της εμμονής του για την τάξη και θα τραβήξουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Πέφτουν οι τίτλοι, η ταινία τελειώνει και επιτέλους απεμπλέκομαι από τη δίνη του θεάματος, ελευθερώνω το βλέμμα μου και βρίσκω την έξοδο. Από ένα κόσμο που δεν μπήκα μέσα του ποτέ.
Σωτήρης Ζήκος
[1] «Έτσι κάθε άτομο μετρούσε για μένα τη διάρκεια με την περιστροφή που είχε πραγματοποιήσει όχι μόνο γύρω απ’ τον εαυτό του, αλλά γύρω απ’ τους άλλους και κυρίως με τις θέσεις που είχε πάρει διαδοχικά σε σχέση μ’ εμένα» (Μαρσέλ Προύστ: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, σελίς 1031).
[2] «Ο θεατής ρίχνει το βλέμμα του σ’ έναν ορίζοντα και πάνω σ’ αυτόν αποτέμνει τη βάση ενός τριγώνου που η κορυφή βρίσκεται στο μάτι του (ή στο πνεύμα του)» (Ρολάν Μπάρτ: «Ντιντερό –Μπρέχτ- Αιζενστάνιν»).
[3] «Η περιστροφή κίνηση και η σεξουαλική είναι δύο κινήσεις που μετατρέπονται παίρνοντας αμοιβαία, η μια τη μορφή της άλλης» (Ζωρζ Μπατάιγ).
[4] «Η συνουσία είναι η παρωδία του εγκλήματος» (Ζωρζ Μπατάιν).
[5] Φρόυντ
[6] «Το να ξέρεις τι θα κάνει ο άλλος, δεν είναι απόδειξη αγάπης» (Λακάν).
(Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο περοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια τ. 2-3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1981 με τον τίτλο "Η ουλή μιας τραχειοτομής ή η γραβάτα του Ψυχαναλυτή ")