(Το τελευταίο χτύπημα)
της Alix Delaporte
Ο Βικτόρ, που ετοιμάζεται να κλείσει τα δεκατρία, ζει με τη μητέρα του σε τροχόσπιτο, σε μια αμμώδη ερημική παραλία, στα προάστια του Μονπελιέ. Παρά τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και την αρρώστια της μητέρας, ο νεαρός φαίνεται να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του με μια ωριμότητα που ξεπερνάει την ηλικία του. Όταν όμως η κατάσταση επιδεινώνεται και σημαντικές αλλαγές εμφανίζονται στο προσκήνιο, ο Βικτόρ θα πάρει μια μεγάλη απόφαση. Εκμεταλλευόμενος την προσωρινή παρουσία του πατέρα του στην πόλη και κάτω από το βάρος δύσκολων επιλογών, θα εμφανιστεί στον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε, όταν ο τελευταίος έρχεται για να διευθύνει την έκτη συμφωνία του Μάλερ στην τοπική Εθνική Ορχήστρα.
Με ένα ύφος που αρχικά θυμίζει τον κινηματογραφικό κόσμο των αδελφών Νταρντέν, η Alix Delaporte με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της προχωράει σε κάτι που απέχει αρκετά από το νταρντενικό κοινωνικό σινεμά αλλά και από μια ψυχολογική ταινία ενηλικίωσης. Κρατώντας σημαντικά στοιχεία της κινηματογράφησης των Βέλγων αδελφών, όπως το σωματικό ως προς την εστίαση της κάμερας και το αινιγματικό και αδιαφανές της αφήγησης, η γαλλίδα σκηνοθέτιδα εστιάζει κυρίως στη δυναμική του βλέμματος και στη διακριτική έκφραση των συναισθημάτων μέσω της μουσικής. Οι διάλογοι παίζουν εδώ πολύ μικρό ρόλο. Η απουσία τους τείνει συχνά σε αδυναμία άρθρωσης ενός λόγου ικανού να μεταδώσει σκέψεις ή συναισθήματα, ή σε δυσκολία μιας επικοινωνίας λεκτικής. Τα πρόσωπα προβάλλουν γι αυτό σαν προσωπεία δυσανάγνωστα ή επιδεχόμενα πολλών ερμηνειών. Ό,τι δεν εκφράζεται όμως με λόγια υποδηλώνεται μέσα από τα βλέμματα και τις κινήσεις των ηρώων. Η φυσικότητα με την οποία κινούνται, ακόμα και αν οι πράξεις τους έχουν κάτι το παράδοξο, προσδίδει στην ταινία κάτι το αβίαστα ρεαλιστικό. Ενώ τα συναισθήματα υποβάλλονται μέσα από πλάνα που επικεντρώνουν στα πρόσωπα ή στην υπέροχη κινηματογράφηση του ανοιχτού τοπίου.
Στο κέντρο μιας ελλειπτικής αλλά γραμμικής κινηματογραφικής αφήγησης με συνεχή αφηγηματικά κενά, τα οποία καλείται να συμπληρώσει ο θεατής, παραμένει ο νεαρός ήρωας τον οποίο η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας. Τα καθημερινά του δρομολόγια, οι προπονήσεις του, ένας ανεκπλήρωτος εφηβικός έρωτας, η τρυφερή αλλά και επώδυνη σχέση με τη μητέρα. Η έλευση του πατέρα τον θέτει απέναντι σε έναν κόσμο το ίδιο ξένο, όσο και ο άνθρωπος που τον εκπροσωπεί: σε αυτόν της κλασικής μουσικής. Ένας κόσμος που εντείνει τις ήδη υποβόσκουσες ανησυχίες του αγοριού, κλονίζει τις αμφίρροπες σχέσεις με το περιβάλλον του αλλά αποδεικνύεται και το μοναδικό μέσο εξοικείωσης με τον απρόσιτο πατέρα.
Το Le dernier coup de marteau δεν είναι ωστόσο ούτε μια ταινία για την καταλυτική δύναμη της μουσικής. Μια λεπτομέρεια κυρίως που αφορά την έκτη συμφωνία του Μάλερ , και η οποία απηχείται και στον τίτλο του, συνιστά το κομβικό σημείο στην εξέλιξη και ολοκλήρωση του κινηματογραφικού έργου. Όπως ακριβώς ο μεγάλος αυστριακός συνθέτης άφησε στην ευχέρεια του εκάστοτε διευθυντή ορχήστρας να παίξει ή όχι το τρίτο και τραγικό χτύπημα, έτσι και η Delaporte αφήνει στο θεατή την ελευθερία να επιλέξει το τέλος της ταινίας, ως δραματικό πλήγμα ή λυτρωτική κάθαρση.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]