(Ο Μπαμπάς μου)
του Visar Morina
Η δύσκολη σχέση πατέρα –γιου με φόντο ένα διαρκώς ζέον κοινωνικό πρόβλημα -αυτό της προσφυγιάς-, βρίσκεται στο κέντρο αυτής της βραβευμένης κοσοβάρικης ταινίας.
Πριν κάποια χρόνια. Ο Nori, ένας 10χρονος αλβανικής καταγωγής, ζει στο υπό σερβική κατοχή Κόσοβο. Η μητέρα είναι απούσα και μοναδικός προστάτης είναι ο πατέρας του Gesim. Η ζωή είναι δύσκολη και οι προοπτικές ανύπαρκτές: πατέρας και γιος βιοπορίζονται από την πώληση τσιγάρων. Εξαιτίας της δύσκολης διαβίωσης ο πατέρας του Nori προσπαθεί να μεταναστεύσει τη Γερμανία. Όμως υπάρχει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ο Nori είναι αποφασισμένος να μην μείνει μόνος, χωρίς γονείς.
Ο πρωτεμφανιζόμενος σκηνοθέτης χωρίζει την αφήγηση, έχοντας πάντα στο κέντρο τον 10χρονο ήρωα, σε τρία ευδιάκριτα μέρη. Το πρώτο μέρος συντίθεται από τη δύσκολη διαβίωση στο σερβοκρατούμενο Κόσοβο: εδώ η απουσία της μητέρας μοιάζει να έχει μικρό βάρος για τον ήρωα, αφού περιβάλλεται από ένα μεγάλο σόι, που λειτουργεί προστατευτικά. Ωστόσο, είναι η απόφαση του πατέρα να μεταναστεύσει που αποσταθεροποιεί την αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας του μικρού Nori. Το δεύτερο μέρος της αφήγησης δείχνει απρόοπτα επίκαιρο: περιγράφει το ταξίδι του μικρού ήρωα προς τη Γερμανία μέσα από τα παράνομα (και επικίνδυνα) κανάλια της λαθρομετανάστευσης: ο κίνδυνος και η ανασφάλεια είναι το διαρκές μοτίβο σ’ αυτό το ταξίδι. Ενώ, το τρίτο μέρος εστιάζει στη κοινή ζωή πατέρα –γιου ως πρόσφυγες στη «γη της επαγγελίας», Γερμανία: μια ζωή όχι χωρίς δυσκολίες, ούτε χωρίς ανασφάλεια.
Κοινός τόπος και στα τρία μέρη είναι η επιμονή του μικρού ήρωα να διατηρήσει ακατάλυτο το δεσμό με τον πάτερα του: όλα τα γεγονότα της δραματικής πλοκής προκύπτουν από εδώ. Φυσιογνωμία συχνά αινιγματική, βλέμμα επίμονο: ο μικρός ήρωας δεν αποκαλύπτει σκέψεις και συναισθήματα στους άλλους. Αναμφίβολα, ένας αμυντικός μηχανισμός. Σχεδιάζει, κατά αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης το πορτραίτο μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας σ’ ένα περιβάλλον αστάθειας. Δεν είναι μόνο η ασταθής -εκείνη την εποχή- πατρίδα του μικρού ήρωα. Είναι κυρίως το προφανώς δυσαναπλήρωτο κενό της μητέρας, αλλά και ο κίνδυνος της απώλειας και του πατέρα, που δημιουργούν αυτήν την αίσθηση διαρκούς ανασφάλειας.
Αν υπάρχει μια κινηματογραφόφιλη αναφορά στην ταινία αυτή αναμφισβήτητα είναι στην ταινία Ladri di biciclette του Vittorio De Sica: ένας αδύναμος πατέρας και ένας γιος που παρατηρεί την αδυναμία αυτή. Υπάρχει, λοιπόν, διαρκώς στην δραματική πλοκή η αίσθηση ενός πατέρα που δεν μπορεί, λόγω των δυσκολιών της ζωής, να σταθεί στο ύφος των περιστάσεων που επιβάλλει ο πατρικός του ρόλος. Αλλά, παράλληλα, υπάρχει και ένας γιος που είναι αποφασισμένος –με τρόπο δυσανάλογο ως προς την ηλικία του- να διαφυλάξει με πάση θυσία τη σχέση με τον πατέρα του…
Δημήτρης Μπάμπας