(Ορκισμένη παρθένα)
της Laura Bispuri
Μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους, το κεντρικό πρόσωπο σ’ αυτή την ταινία είναι σε μια φάση μετάβασης και συγκλονιστικών αλλαγών.
Αλβανία. Σήμερα. Τοπίο ορεινό. Ομίχλη. Οι χιονισμένες βουνοκορφές. Ένα πρόσωπο σ’ ένα ύψωμα στέκεται μπροστά σ’ αυτό το μαγευτικό θέαμα. Μια εικόνα εμβληματική της ρομαντικής εικονοποιίας: είναι μια αναφορά στον πίνακα του Caspar David Friedrich, Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης (Der Wanderer über dem Nebelmeer, 1818). Είναι οι τρικυμίες της ψυχής (και της ταυτότητας) που καταγράφει η ταινία.
Το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης ζει μόνο. Απομονωμένο. Χωρίς κοινωνικές επαφές. Μια φιγούρα άφυλη. Άνδρας – γυναίκα; Μια σκηνή αυνανισμού στις αρχές της ταινίας προσδιορίζει το φύλο της ηρωίδας. Η αφήγηση τήν ακολουθεί σ’ ένα ταξίδι εξόδου: από την απομόνωση των ορεινών όγκων της Αλβανίας στους δρόμους της ιταλικής πρωτεύουσας. Όντας η ηρωίδα μια ανδρόγυνη φιγούρα, κανένα στοιχείο θηλυκότητας δεν σημαδεύει το σώμα της: η ηρωίδα έχει επιλέξει να ζει σαν άνδρας . Τις περιπέτειες προς την αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας, όπου η γυναικεία θηλυκότητα θα εκφράζεται ελεύθερα, παρακολουθεί η αφήγηση.
Ό,τι συνιστά το ερώτημα που προωθεί την αφήγηση είναι γιατί έγινε αυτή η αλλαγή φύλου, τι την προκάλεσε και πόσο μόνιμη είναι. Η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις παρακολουθεί από κοντά αυτή την άφυλη φιγούρα: κάμερα σχεδόν κολλημένη στο γεμάτο γωνίες πρόσωπο της Alba Rohrwacher που υποδύεται την ηρωίδα. Εναλλάσσοντας τις στιγμές του αφηγηματικού τώρα με τις στιγμές του παρελθόντος (που επεξηγούν τα των κεντρικών προσώπων), η σκηνοθεσία θέτει από νωρίς τα κεντρικά ζητήματα της δραματικής πλοκής. Είναι η αντίθεση, ή καλύτερα, το χάσμα ανάμεσα σε μια σύγχρονη κοινωνία όπου η έκφραση της θηλυκότητας είναι αβίαστη, ελεύθερη, ακώλυτη και σε μια πατριαρχική κοινωνία, όπως είναι η αλβανική, όπου η θηλυκή ταυτότητα ετεροκαθορίζεται: σχεδόν αρχαϊκές αντιλήψεις και παραδόσεις καθορίζουν την έκφραση του φύλου. Η ηρωίδα στέκεται μετέωρη ανάμεσα στους δύο ακραίους πόλους: έχει αποδεχθεί τον δεύτερο, αλλά σαγηνεύεται από την ελευθερία του πρώτου.
Αδιαφορώντας να κορυφώσει ως ένα τυπικό δράμα την αφήγησή της, η σκηνοθεσία ορίζει το φύλο –είτε στη σύγχρονη είτε την παραδοσιακή του εκδοχή- ως μια κοινωνική κατασκευή, μια μάσκα που κρύβει το πρόσωπο. Οι σκηνές στο κολυμβητήριο που επανέρχονται διαρκώς δεν είναι παρά ένας τρόπος να υπομνησθεί η τόσο σημαντική παρουσία του σώματος (και των ερωτικών πόθων που αυτό επιβάλλει) στον καθορισμό της φυλετικής ταυτότητας. Είναι, τελικά, αυτός ο χώρος που θα ωθήσει την ηρωίδα στην έξοδο από την εικόνα που έχει αποδεχθεί για τον εαυτό της και στην αναζήτηση της νέας…
Δημήτρης Μπάμπας