Μια εξερεύνηση της άγριας (βαλκανικής) δύσης, η ταινία του ρουμάνου δημιουργού είναι μια πικρή επιβεβαίωση των ρήσεων και των στερεότυπων περί «βαλκανικής βαρβαρότητας».
1835. Ρουμανία, Βλαχία. Δύο καβαλάρηδες. Ένας πατέρας με τον γιο του, περιπλανιόνται στην ύπαιθρο. Ο πατέρας είναι αρματολός, στην υπηρεσία ενός βογίαρου, άρχοντα- φεουδάρχη της εποχής. Βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία: αναζητά ένα δραπέτη σκλάβο του φεουδάρχη. Το πταίσμα του, ή μάλλον καλύτερα το έγκλημά του: ήρθε σε ερωτική επαφή με τη σύζυγο του άρχοντα. Ο δρόμος είναι μακρύς, οι συναντήσεις και διασταυρώσεις πολλές και η περιπλάνηση γεμάτη απρόοπτα…
Θέτοντας εξ αρχής σε πρώτο πλάνο τις επιρροές του, ο Radu Jude σκηνοθετεί καταρχάς ένα φόρο τιμής σ΄ ένα κλασικό κινηματογραφικό είδος, το γουέστερν. Δεν είναι μόνο το ασπρόμαυρο της ταινίας, ούτε τα μακρινά πλάνα που κινηματογραφούν την ανθρώπινη φιγούρα μέσα στο μεγαλείο του τοπίου –κάτι σπάνιο στο σημερινό σινεμά- που αποτελούν το φόρο τιμής στην κλασική εκδοχή του είδους, δηλαδή στις ταινίες του John Ford. Είναι κυρίως η αφηγηματική φόρμα της ταινίας –η περιπλάνηση των δύο ηρώων και οι συναντήσεις τους- που μας θυμίζουν το σύγχρονο ανάλογο του είδους την ταινία Dead Man του Jim Jarmusch, αλλά όχι μόνο αυτό. Ωστόσο η ταινία υπερβαίνει τα προηγούμενα.
Ο σκηνοθέτης καταγράφει τις διαδρομές των δύο κεντρικών προσώπων και κυρίως τις συναντήσεις τους. Η περιπλάνηση διασχίζει ένα τόπο και διασταυρώνεται με μια εποχή και την ιστορική της πραγματικότητα. Πλαγίες βουνών γυμνών από κάθε βλάστηση, ποτάμια και δάση, βάλτοι με καλαμιές: εδώ είναι Βαλκάνια Σχηματίζει έτσι ο σκηνοθέτης μια τεράστια ιστορική τοιχογραφία της εποχής: Μοναστήρια και δουλοπάροικοι, σκλάβοι και χρυσοθήρες τσιγγάνοι, φεουδάρχες, βογιάροι και χαϊντούκοι, καταυλισμοί γύφτων και παράγκες χωρικών, οι Οθωμανοί πασάδες, οι βοσκοί και οι πόρνες, τα πανδοχεία και τα πανηγύρια . Και οι γλώσσες αυτού του πολυπολιτισμικού και πολυεθνικού τοπίου: Ρουμάνικα, τούρκικα, ελληνικά, ρομά Θρύλοι και θρησκευτικές προλήψεις, ιστορίες για γύφτους και εβραίους -οι Άλλοι της εποχής- διαπλέκονται με τους γεμάτους συμβουλές και διδαχές διάλογους μεταξύ πατέρα -γιου. Ό,τι έχουμε είναι ένα μυητικό ταξίδι ενός γιου που γνωρίζει, μαζί με τον πατέρα του, τον κόσμο που θα ζήσει. Διανθίζοντας με μια δόση χιούμορ αυτήν την περιπλάνηση, ο σκηνοθέτης κοιτάζει μέσα από το βλέμμα του έκπληκτου νεαρού τον κόσμο. Εξοικείωση και συνάφεια: αυτά έρχονται στο κέντρο καθώς το ταξίδι εξελίσσεται. Εδώ δεν υπάρχει κανένας εξωτισμός, κανένα παραξένεμα: ό,τι αντικρίζουμε είναι η πραγματικότητα μιας εποχής… Και η βαρβαρότητά της (όπως μας υπενθυμίζει η άγρια κατάληξη της ιστορίας).
Δημήτρης Μπάμπας