της Małgorzata Szumowska
body-malgorzata-szumowska.jpg

Διανθίζοντας αυτήν την ταινία σχέσεων με στοιχεία του παράλογου, μιας μαύρης κωμωδίας, αλλά και ενός αστυνομικού θρίλερ, η πολωνή σκηνοθέτις σκιαγραφεί τη δύσκολη σχέση πατέρα –κόρης.
Τρεις είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες της αφήγησης, και όλοι τους είναι πρόσωπα ιδιαίτερα. Το πρώτο πρόσωπο, της διαδρομές του οποίου κυρίως παρακολουθεί η αφήγηση, είναι ο Janusz ένας χήρος, έμπειρος ντετέκτιβ. Κατά την διάρκεια των ερευνών του ο Janusz έρχεται αντιμέτωπος με εγκλήματα ακραία και βίαια, όμως φαίνεται να είναι αδιάφορος ως προς το επαγγελματικό του περιβάλλον. Ο Janusz έχει να διαχειριστεί μια δύσκολη σχέση: αυτή με την κόρη του Olga. Η Olga είναι ανορεξική και έχει κάνει απόπειρες αυτοκτονίας: θρηνεί το χαμό της μητέρας της. Για να τη βοηθήσει ο πατέρας της την κλείνει σε μια κλινική. Εκεί εργάζεται η Anna, μια ψυχολόγος που χρησιμοποιεί ανορθόδοξες και αντισυμβατικές μεθόδους. Πριν πολλά χρόνια, η Anna έχασε το μωρό της: ένα γεγονός που την έχει σημαδέψει με έναν τρόπο ανεξίτηλο...
Η Małgorzata Szumowska δημιουργεί με κέντρο τον μεσήλικα άνδρα, ένα σύμπλεγμα σχέσεων μεταξύ των τριών προσώπων. Και τα τρία πρόσωπα χαρακτηρίζονται από δύο στοιχεία: την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και τη μοναξιά Μια μοναξιά βαθιά, δύσκολη να τη διαχειριστούν, που τους προκαλεί αμηχανία και μοιάζει να τροφοδοτείται από την απώλεια του αγαπημένου.
Εκφράζει το καθένα απ' αυτά τα τρία πρόσωπα μια διαφορετική στάση απέναντι σ’ ό,τι συνιστά το τραύμα: το πένθος και τη μοναξιά. Και είναι αυτές οι διαφορετικές στάσεις που αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία στα τρία πορτραίτα χαρακτήρων που συνθέτουν την ταινία.
Η στάση του άνδρα μοιάζει ως να προσπερνά τα τραύματα και τις πληγές και να επικεντρώνεται στη διαχείριση των σχέσεων του, σχεδόν χωρίς συναισθηματικό βάθος: δεν είναι παρά η έκφραση ενός ορθολογισμού. Η στάση της κόρης του, γεμάτη αμηχανίες μπροστά την ένταση της οδύνης και αναμφίβολα αυτοκαταστροφικής, εσωτερικοποιεί τον πόνο της απώλειας. Ενώ τέλος, η οπτική της ψυχολόγου, δηλαδή η καταφυγή στο απόκρυφο και το εσωτερικό, δεν είναι παρά μια εξέλιξη και διαφύλαξη του ψυχικού πόνου της απώλειας μέσα στο χρόνο.
Χωρίς ποτέ να χάνει την αίσθηση του παράλογου ή του μαύρου χιούμορ και αδιαφορώντας να προσφέρει λύσεις στα όσα διαπραγματεύεται, η ταινία καταλήγει να γίνει ένας πολύπλοκος στην ύφανσή του στοχασμός για τη μοναξιά και το ψυχικό πόνο, για τη σύγκρουση μεταξύ ορθολογισμού και πίστης σε μια υπερφυσική διάσταση.

Δημήτρης Μπάμπας