Η Βικτώρια είναι μια νεαρή Ισπανίδα. Ζει στους έντονους ρυθμούς της χορευτικής σκηνής του Βερολίνου. Ένα βράδυ έξω από ένα κλαμπ γνωρίζεται με τέσσερις νεαρούς. Ο ένας από τους τέσσερεις ο Sonne και η Βικτώρια απομακρύνονται από την παρέα. Όχι για πολύ όμως, γιατί για τους υπόλοιπους, η νύχτα ακόμα δεν έχει τελειώσει...
Βασισμένος σ΄ ένα δικό του σενάριο, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Sebastian Schipper αφηγείται την ιστορία μιας έντονης νύχτας στους δρόμους μιας μητρόπολης. Η κάμερα συνυφαίνει άψογα το πέρασμα του χρόνου και τις πολλές τοποθεσίες, τοποθετώντας τον θεατή ακριβώς στο κέντρο της δράσης. Παράλληλα όμως με την παρέα, ο σκηνοθέτης εστιάζει στο αστικό τοπίο, σ' όλη την πόλη: στις στέγες πολυκατοικιών, τα ερημικά πεζοδρόμια, τις απομονωμένες αυλές, σε φαινομενικά τυχαία γεγονότα που κορυφώνονται σε μια δραματική tour de force.
Η ταινία -ένα μονοπλάνο 144 λεπτών, γεμάτο σασπένς και αδρεναλίνη-, είναι τεχνικά ένας άθλος, γι’ αυτό άλλωστε απέσπασε βραβείο καλλιτεχνικής επίτευξης για διεύθυνση φωτογραφίας στο 65ο Φεστιβάλ Βερολίνου (εξ ημισείας με το Under Electric Clouds). Πρόκειται για μια ταινία που αποπνέει τον αέρα του Βερολίνου και των ανθρώπων του, με φρεσκάδα και εκρηκτική ένταση μέχρι και το τελευταίο λεπτό.
(δ.τ.)
Το σημείωμα του σκηνοθέτη
Αυτή η ταινία δεν αφορά μια ληστεία. Είναι μια ληστεία.
Η Βικτώρια γυρίστηκε με ένα πλάνο. Δύο ώρες και δεκατέσσερα λεπτά. Δεν έχει μοντάζ, δεν έχει φτηνά εφέ, ούτε ακριβά. Είναι απλά ένα πλάνο.
Στις 27 Απριλίου του 2014, άνοιξε η κάμερα λίγο μετά τις 4.30 πμ σε ένα κλαμπ που φτιάξαμε μόνοι μας (θέλαμε οι τοποθεσίες να μην απέχουν μεταξύ τους) κι έκλεισε στις 6.54 πμ. Για 2 ώρες και 14 λεπτά τρέξαμε, περπατήσαμε, σκαρφαλώσαμε σε 22 τοποθεσίες, είχαμε 150 κομπάρσους, 6 βοηθούς σκηνοθέτη κι εφτά ηθοποιούς τους οποίους ακολουθούσαν 3 συνεργεία ήχου. Ο ήλιος ανέτειλε σιγά σιγά και η Λάια Κόστα απομακρυνόταν από το διευθυντή φωτογραφίας Στούρλα Μπραντθ Γκρόβλεν, ο οποίος έδειχνε σα να είχε τρέξει μόλις σε μαραθώνιο. Το είχε κάνει. Όλοι μας το κάναμε.
Γιατί το κάναμε; Είναι τρελό. Και λίγο χαζό ίσως. Για ληστεύουν οι άνθρωποι τις τράπεζες; Για τα χρήματα φυσικά! Αλλά δεν είναι ο μόνος λόγος.
Η πρώτη σκέψη που έκανα ποτέ για αυτό το project ήταν όταν σκέφτηκα ότι δε θα λήστευα ποτέ τράπεζα. Δε μου άρεσε η σκέψη. Μπαίνεις σε μια πολύ σκοτεινή περιοχή, όταν με την απειλή ενός όπλου απαιτείς τα πάντα. Να λάβεις όχι επειδή το δικαιούσαι, επειδή το αξίζεις, επειδή εργάστηκες σκληρά, αλλά να απαιτείς κι άμεσα!
Οπότε δημιουργήθηκε η ιδέα της ληστείας και η γνώση ότι δεν είμαστε ληστές, αλλά κινηματογραφιστές. Κι αν γυρίζαμε την ταινία με ένα πλάνο- μια ώρα πριν και μια ώρα μετά τη ληστεία; Έτσι θα γνωρίσουμε τους χαρακτήρες, θα ακούσουμε την ιστορία τους, θα νιώσουμε την ελπίδα και την απόγνωση τους. Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές ταινίες για ληστείες, αλλά τόσο λίγες σε κάνουν να βιώνεις την εμπειρία;
Αυτό δεν έχει κατά βάθος σημασία; Όχι η ληστεία. Όχι μια ταινία για μια ληστεία. Ούτε καν η ταινία με ένα πλάνο. Το ταξίδι.
Όσο το σκέφτομαι, νομίζω ότι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε ταινίες: όχι για τις ιστορίες, τη δράση, τους χαρακτήρες, αλλά γιατί μας μεταφέρουν σε απρόσιτα μέρη κι απίθανες καταστάσεις- άμεσα!
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)