Με φόντο τους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι το 1999 και με επίκεντρο το κτίριο της σερβικής κρατικής τηλεόρασης ξεδιπλώνονται οι ζωές τριών ανθρώπων στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ολλανδού Marinus Groothof. Μια ηθοποιός, ένας τεχνικός επόπτης και ένας νεαρός εργαζόμενος στο κτίριο της τηλεόρασης προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους στη δοκιμαζόμενη από τους νυχτερινούς βομβαρδισμούς πόλη, τηρώντας σταθερά την ίδια στάση άρνησης απέναντι στον πόλεμο, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας.
Η ταινία παρακολουθεί τους ήρωες διαδοχικά σε κοινότυπες σκηνές καθημερινότητας, μέσα από μια αφήγηση χαλαρή και χωρίς αυστηρή συνοχή, αποτυπώνοντας περισσότερο την ψυχολογική τους κατάσταση και τη διάχυτη στο χώρο ατμόσφαιρα και λιγότερο τα ίδια τα γεγονότα. Η γυναίκα συνεχίζει ακάθεκτη την καριέρα της στο θέατρο, ενώ η προσωπική της ζωή ταράσσεται μόνο από τις συνεχείς διακοπές ρεύματος και την ανεξέλεγκτη κυκλοθυμία της. Ο τεχνικός που ζει μόνος του, έχοντας φροντίσει για την ασφαλή μετακίνηση της οικογένειάς του, καταφεύγει παρά την επικινδυνότητα στη δουλειά του και στις τακτικές συναντήσεις με φίλους. Ο νεότερος και πιο ανήσυχος ήρωας περιφέρεται στη νυχτερινή πόλη, δραπετεύοντας σε πάρτι και στη δυνατή μουσική τους. Η ζωή συνεχίζεται φυσιολογικά. Κανένας τους δε φαίνεται να φοβάται. Ο φόβος όμως κυριαρχεί παντού. Και ξεκινάει πάντα από τον ουρανό ψηλά.
Ο σκηνοθέτης προβάλλει έτσι δύο παράλληλους κόσμους. Αυτόν μιας ιστορικής πραγματικότητας, όχι και τόσο μακρινής, που την αυθεντικότητά της υπενθυμίζει η χρήση βιντεοσκοπημένου αρχειακού υλικού και τον άλλον τον εσωτερικό, μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωες και ο οποίος στην ουσία δε μας αποκαλύπτεται ποτέ. Παρατηρώντας από απόσταση τα πρόσωπα και δίνοντας έμφαση περισσότερο στις σιωπές και λιγότερο στους διαλόγους τους, κυρίως όμως κρατώντας ως το τέλος μετέωρη την τελική έκβαση της πορείας τους, ο Groothof καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα παραλογισμού και ανασφάλειας που εκτονώνεται στις λιγοστές σκηνές δράσεις. Και ίσως η πιο αποκαλυπτική σκηνή της ταινίας να είναι αυτή κατά την οποία η ηρωίδα περιφέρεται σαν υπνωτισμένη σε ένα ομαδικό καταφύγιο στη διάρκεια κάποιων νυχτερινών βομβαρδισμών. Η πραγματική πόλη κάτω από την πόλη, η ανάδειξη των καταπνιγμένων συναισθημάτων.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]