(Δεσμοί αίματος)
του Grímur Hakonarson
Εστιάζοντας στις περιπλοκές μιας (αδελφικής) σχέσης, ο σκηνοθέτης σχοινοβατεί με ικανότητα αληθινού ακροβάτη ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό.
Με φόντο το εντυπωσιακό τοπίο στις εσχατιές της ισλανδικής υπαίθρου, η αφήγηση έχει σαν κεντρικά πρόσωπα δυο αδέλφια, μέλη μιας κοινότητας κτηνοτρόφων. Είναι και οι δυο κάποιας ηλικίας , αλλά παρόλο των δεσμών αίματος, οι σχέσεις τους είναι τεταμένες. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει στο στενό οικογενειακό τοπίο, οι εντάσεις του παρελθόντος οδηγούν σε συναισθηματική απομάκρυνση και εντέλει ψύχρανση. Ωστόσο, στον αφιλόξενο αυτόν τόπο, η μεταξύ των αδελφών σχέση είναι τελείως διαφορετική από τη σχέση που έχουν με τα ζώα που εκτρέφουν: αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης είναι ό,τι αισθάνονται για τα ζωντανά τους. Γεμάτα αληθινό πάθος για την εκτροφή των ζώων, τα δύο αδέλφια έχουν συστήσει τις δικές τους ξεχωριστές οικογένειες: σ' αυτές μοναδικά μέλη είναι το κοπάδι τους.
Όμως, την καθημερινότητα των αδελφών, αλλά και της απομακρυσμένης κοινότητας διαταράσσει η εμφάνιση επιδημίας τρομώδους πυρετού στα κοπάδια των προβάτων. Καθώς η αντιμετώπιση της επιδημίας έχει ως συνέπεια τη θανάτωση των κοπαδιών -μια οικονομική απώλεια ανυπολόγιστη για την τοπική κοινότητα-, τα δύο αδέλφια βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωπα με τα αισθήματα πένθους και απώλειας. Και το κενό.
Ο σκηνοθέτης ιχνογραφεί με έναν τόνο ψυχρότητας και από απόσταση τη μεταξύ των δύο ηλικιωμένων αδελφών σχέση. Έχοντας πάντα στο φόντο το έρημο από ανθρώπινη παρουσία τοπίο της ισλανδικής υπαίθρου, εστιάζει κυρίως στον ένα από τα δύο αδέλφια: αυτόν που καταφέρνει να ελέγξει τα συναισθήματά του (και να οργανώσει την άμυνά του). Κεντρικά «πρόσωπα» στη ζωή και των δυο αδελφών είναι τα ζωντανά τους: αυτά είναι το κέντρο της ύπαρξής τους. Η απόσταση από την οποία παρατηρεί ο σκηνοθέτης τα δυο πρόσωπα, τη σχέση τους με τα ζώα, αλλά και τα ίδια τα συμβάντα της αφήγησης έχουν ως συνέπεια έναν υπόκωφο κωμικό τόνο, όπου το παράλογο συχνά κυριαρχεί. Υπάρχει κάτι κωμικό (και παράλογο) σ' αυτές τις φιγούρες των δύο ηλικιωμένων, στο πείσμα τους, στη μεταξύ τους αντιπαλότητα και στη ζωή που ζουν -τουλάχιστον στο βλέμμα ενός απομακρυσμένου από τον τόπο θεατή.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με κάθε σημαντική κωμωδία, υπάρχει πάντα ένα αληθινό δράμα κάτω από την επιφάνεια. Και είναι αυτό τα δράμα που σιγά –σιγά έρχεται στο προσκήνιο. Όταν οι αφηγηματικές περιστάσεις το επιτρέψουν, ο υπόκωφος κωμικός τόνος θα χαθεί και η ιστορία θα μεταμορφωθεί σ’ ό,τι τελικά ήταν εξ αρχής: Μια δραματική ιστορία για τις ταραγμένες αδελφικές σχέσεις (...και εντέλει για τη συμφιλίωση που φέρνει ο χρόνος και οι περιστάσεις).
Δημήτρης Μπάμπας