Ακολουθώντας μ’ ένα τρόπο γραμμικό τις διαδρομές της μετανάστευσης στο 21ο αιώνα, ο σκηνοθέτης μέσα από τη φόρμα ενός χρονικού σχεδιάζει το πορτραίτο της σήμερα.
Στο κέντρο της αφήγησης δύο νεαροί, ο Ayiva και ο Abas, με καταγωγή από την Μπουρκίνα Φάσο που αποφασίζουν να κατευθυνθούν προς το Βορά, στις κοινωνίες της αφθονίας της Δύσης. Η αφήγηση παρακολουθεί τη διαδρομή της μετανάστευσης τους: από τις ερήμους της Αλγερίας, στις παραλίες της Λιβύης και από κει διαπλέοντας τη Μεσόγειο, παράνομοι μετανάστες στην Ιταλία. Οι διαπραγματεύσεις με τους διακινητές, οι πορείες στις ερήμους, οι ληστείες, οι τρικυμίες, η διάσωση, τα κέντρα φιλοξενίας μεταναστών, οι δομές αλληλεγγύης και τέλος οι καταυλισμοί μεταναστών στις παρυφές των ιταλικών κωμοπόλεων.
Ο σκηνοθέτης από τα δύο κεντρικά πρόσωπα, προκρίνει το ένα –τον Ayiva- και εστιάζει στις πράξεις, τα συναισθήματά του, στις ελπίδες και τις απελπισίες του. Σχεδιάζει, καταρχάς,, το πορτραίτο του, για να εστιάσει στη συνέχεια στις προσπάθειες του για επιβίωση και ενσωμάτωση. Τοποθετώντας τον πάντα μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινότητας των λαθρομεταναστών, ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει πολλές φορές με τρόπο εμφαντικό ένα χαρακτηριστικό του: την ύπαρξη μιας ισχυρής ατομικής συνείδησης –κάτι που συχνά τον τοποθετεί απέναντι από τον φίλο του- , τη διάθεσή του να ξεφύγει από την κοινότητα λαθρομεταναστών για να ενταχθεί στην ιταλική κοινωνία. Πρέπει ο ήρωας να αντιπαλεύσει τις δυσκολίες κάθε ξένου: το ρατσισμό και την επιθετικότητα των γηγενών. Αλλά, παράλληλα, μπορεί και να ελπίζει στην αλληλεγγύη και τον ανθρωπισμό μιας δυτικής κοινωνίας –κάτι που δεν αποτελεί κάτι αυτονόητο στο σύγχρονο κόσμο.
Χρησιμοποιώντας κάμερα στο χέρι και έχοντας ως κεντρικά πρόσωπα μη-επαγγελματίες ηθοποιούς (για την ακρίβεια πρόσωπα που έζησαν στην πραγματικότητα ό,τι οι ήρωες που υποδύονται), ο σκηνοθέτης εικονογραφεί με την ακρίβεια ενός ρεαλιστικού ύφους αυτό το χρονικό της σύγχρονης μετανάστευσης. Καμία βεβαιότητα για τα πρόσωπα που κινηματογραφεί, καμία ηθικολογική απόφανση, κανένας πολιτικού χαρακτήρα λόγος. Μόνο ευαισθησία στο σκηνοθετικό βλέμμα και ένα βαθύ ανθρωπισμό μπορούμε να διακρίνουμε σ’ αυτήν την ταινία.
Δημήτρης Μπάμπας