των Olivier Babinet & Fred Kihn
robert-mitchum-est-mort.jpg

Ο Φράνκι είναι ένας ηθοποιός που περνάει κρίση, υποφέρει από αϋπνία και μια δόση παράνοιας. Ο Αρσέν, παραγωγός και φίλος του, είναι μια πατρική φιγούρα που έχει προσκολληθεί στον Φράνκι ως μοναδική του πηγή εσόδων. Εκτός όλων των άλλων, ο Αρσέν είναι και κλεπτομανής, κι έτσι κλέβουν ένα αμάξι για να πάνε να συναντήσουν έναν γνήσιο Αμερικανό σκηνοθέτη. Το παράξενο ζευγάρι, ρισκάροντας τα πάντα, διασχίζει μια μελαγχολική Ευρώπη ώσπου να φτάσει σε ένα άγνωστο φεστιβάλ στον Αρκτικό Κύκλο. Το ταξίδι είναι εντελώς «ροκ». Κι όπως σε κάθε road movie που σέβεται τον εαυτό του, οι δυο πρωταγωνιστές συναντούν παράξενους χαρακτήρες, αναποδιές κάθε είδους και απίστευτα τοπία. Στην περιπετειώδη τους Οδύσσεια, έχουν παρέα έναν εκκεντρικό εμιγκρέ παρία, μια μυστηριώδη φαμ φατάλ με τα μάτια της Άβα Γκάρντερ, μια όμορφη Πολωνέζα φοιτήτρια, μια 16ρα μηχανή προβολής, το σάουντρακ ενός ξεχασμένου φιλμ νουάρ, διάφορα κλεμμένα αυτοκίνητα, κάμποσες κασέτες ροκαμπίλι, ένα πιστόλι, άφθονο αλκοόλ, χάπια και, κυρίως, το ασίγαστο πάθος για ένα σινεμά που πεθαίνει.
Στα πλαίσια της ενότητας Κουβεντιάζοντας του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010, ο  Olivier Babinet, δήλωσε σχετικά : «Η ταινία παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο και το ταξίδι που κάναμε εμείς από τη Γαλλία, στην Πολωνία, τη Λετονία, μέχρι και τη Φινλανδία. Ήταν μια περίοδος που, προσωπικά, είχα πέσει σε μελαγχολία. Τότε σκεφτήκαμε με τον Φρεντ να φτιάξουμε μια ιστορία τύπου ντοκιμαντέρ, με δυο χαρακτήρες. Έτσι προέκυψε η ταινία μας». Ενώ  ο Fred Kihn επισημαίνει: «Δεν πιστεύω ότι η τέχνη επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Πολλές ταινίες γίνονται χωρίς να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Χρειάζεται να δεις πολλές ταινίες και να διαβάσεις πολλά βιβλία, προκειμένου να λάβεις όσα εφόδια τέτοιου τύπου χρειάζεσαι, και να πεις ότι αυτά σου ασκούν επιρροή».
Η Le Monde χαρακτηρίζει την ταινία ως «μια ποιητική της ερήμωσης που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο». Ενώ το Les Inrockuptibles σημειώνει:  «Λακωνικό χιούμορ, κάποιοι παρίες του έρωτα και της κοινωνίας του θεάματος, όνειρα χαμένων παραδείσων, αχαλίνωτο ρον εν ρολ, φαντάσματα road movies και μια δόση χολιγουντιανής νοσταλγίας. Το όνειρο του αέναου ταξιδιού συναντά τη σκληρή πραγματικότητα μέσα σε απίστευτα τοπία, λουσμένα από ζωντανά χρώματα. Ένα ταξίδι στον βορά, περιπετειώδες και θερμό.»

(δ.τ.)