Με φόντο το σκοτεινό κοινωνικό τοπίο μιας επαρχιακής πόλης της Ρωσίας, ο σκηνοθέτης καταγράφει μια κατάσταση γενικευμένης διαφθοράς που εξελίσσεται σε τραγωδία: την τραγωδία ενός απλού ανθρώπου.
Ο Dima Nikitin, είναι ένας νεαρός συντηρητής που δουλεύει στο δήμο μιας μικρής επαρχιακής πόλης στις εσχατιές της Ρωσίας. Σε μια εργασία συντήρησης που κάνει σε μια πολυκατοικία ανακαλύπτει ότι αυτή είναι υπό κατάρρευση. Αναζητά τους ιθύνοντες του δήμου για να τους ειδοποιήσει...
Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί από κοντά τον κεντρικό ήρωα της αφήγησης και τον προσωπικό του αγώνα. Η ταινία διαδραματίζεται τόσο στους στενούς χώρους μιας λαϊκής πολυκατοικίας, όσο και στα πολυτελή σαλόνια της άρχουσας τάξης (ή της νομενκλατούρας των αλλοτινών εποχών): συγκεκριμένα η αφήγηση μετακινείται από τον ένα χώρο στον άλλο. Και αυτή η συνεχής μετακίνηση είναι ένας τρόπος να υπογραμμιστεί ένα κοινωνικό σύστημα ακραίων αντιθέσεων. Η εκτεταμένη διαφθορά, η κατάρρευση (ηθική και όχι μόνο), το σύμπλεγμα ιδιωτικών συμφερόντων που νέμεται τα δημόσια αγαθά, από την μια πλευρά. Και από την άλλη η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων (των μουζίκων ή των προλεταρίων μιας άλλης εποχής). Ο ήρωας ανάμεσα στους δύο πόλους της ταινίας είναι ένας ενδιάμεσος: ένας αυτόπτης μάρτυρας της γενικευμένης σήψης.
Η διαπίστωση του προβλήματος και η διαχείριση της κρίσης είναι οι δύο χώροι που χωρίζεται η δραματική πλοκή της ταινίας. Η αφήγηση αναπτύσσεται στο χρονικό διάστημα μιας νύχτας και λειτουργεί υπό προθεσμία, ως ένα θρίλερ: το χρονικό σημείο της κορύφωσης, που όμως ποτέ δεν βλέπουμε, είναι η κατάρρευση της πολυκατοικίας.
Υπακούοντας στους κανόνες ενός κοινωνικού μελοδράματος (αρκετά οικείου από τις κλασικές χολιγουντιανές του εκδοχές), ο σκηνοθέτης αδιαφορεί για τις όποιες άλλες διαστάσεις διαθέτει η ιστορία που αφηγείται. Διαστάσεις, όμως, που μπορούμε να αναζητήσουμε στην παρόμοιας θεματική ταινία Leviathan του Andrey Zvyagintsev. Αντίθετα με αυτήν, ο Yuriy Bykov ενδιαφέρεται να συνθέσει ένα τοπίο και ένα κλίμα απόλυτης διαφθοράς μέσα στο οποίο ο ήρωας είναι απλώς ο «ηλίθιος», δηλαδή ο αμόλυντος. Οι καταγγελτικοί τόνοι είναι κεντρικοί στη ρητορική αυτής της ταινίας -όχι αδικαιολόγητα: η ταινία χαρτογραφεί ένα διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας, όπου ο κυνισμός είναι ενδημικός. Παράλληλα, η ανάδυση του ήρωα ως ενός τραγικού προσώπου στο τελευταίο πλάνο της ταινίας υπογραμμίζει, έστω και μ’ αυτό το λακωνικό τρόπο, τον διαρκή και εντέλει μάταιο αγώνα για την υπερνίκηση του Κακού. Καμία αισιοδοξία, καμία ακτίνα φωτός σ' αυτήν την κατάμαυρη ρώσικη ταινία...
Δημήτρης Μπάμπας