(Πριν από τη βροχή)
του Milcho Manchevski
before-the-rain.jpg

Την ταινία συναποτελούν τρεις επιμέρους ενότητες. Στην πρώτη μεταφερόμαστε στα Σκόπια και συγκεκριμένα σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, για να παρακολουθήσουμε την ιστορία ενός νεαρού ορθόδοξου μοναχού που έχει δώσει όρκο σιωπής, και που θα προσπαθήσει να κρύψει στο μοναστήρι μια νεαρή μουσουλμάνα από την Αλβανία, η οποία ζητά στον οίκο του Θεού καταφύγιο, καθώς είναι κυνηγημένη. Στο δεύτερο μέρος μια νεαρή Αγγλίδα αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να ακολουθήσει τον εραστή της, που είναι φωτογράφος ή να παραμείνει με τον σύζυγό της. Στο τρίτο μέρος επανερχόμαστε στο αρχικό τοπίο, όπου μαζί με τον φωτογράφο του δεύτερου μέρους που έχει έρθει στη γενέτειρά του, θα γίνουμε θεατές αιματηρών γεγονότων και συγκρούσεων ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, και όλη τη ζοφερή ατμόσφαιρα που προηγείται ενός αδελφοκτόνου αιματηρού πολέμου.
Βάζοντας τίτλους στις τρεις ιστορίες του (κατά σειρά Λέξεις – Πρόσωπα - Εικόνες) ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, μετά από μακροχρόνια παραμονή στην Αμερική, επιστρέφει στην πατρίδα του και κάνει μια ταινία με οδηγό την ρήση του Θουκυδίδη ότι «ανάμεσα στους πολέμους ο πιο ολέθριος είναι ο εμφύλιος». Έτσι εδώ, προσεγγίζοντας ένα καυτό θέμα όπως το πολυσύνθετο γλωσσικό και εθνικό παλίμψηστο των Βαλκανίων με ευαισθησία και χωρίς μονομέρειες, αναδεικνύει ουσιαστικά τους λόγους διαμελισμού και αιματοκυλίσματος της γειτονιάς μας: τη μισαλλοδοξία, την δυσανεξία, την έλλειψη ανοχής απέναντι στον Διαφορετικό Άλλο και κυρίως στον εθνικιστικό και θρησκευτικό φανατισμό, ο οποίος χειραγωγημένος από τα μεγάλα γεωπολιτικά συμφέροντα, θα οδηγήσει στα άκρα ομάδες και εθνικές μειονότητες που για αιώνες συμβίωναν και συνυπήρχαν ειρηνικά. Ο Μαντσέφσκι καυτηριάζει τον εθνικιστικό φανατισμό, που φέρνει αντιμέτωπες τις μέχρι πρότινος ειρηνικά συνυπάρχουσες θρησκευτικές μειονότητες. Ωστόσο, η δύναμη της ταινίας δεν βρίσκεται στο ουμανιστικό, αντιπολεμικό μήνυμά της, αλλά στην ποιητική ατμόσφαιρα των εικόνων της, και στην υποβλητική σκηνοθεσία του δημιουργού της, ο οποίος καταφέρνει να µας μεταφέρει μια γνήσια αίσθηση του τραγικού, αποφεύγοντας έντεχνα την εύκολη λύση της επίδειξης του φολκλόρ. Τα αισθήματα του νεαρού ορθόδοξου νεαρού για την μουσουλμάνα γυναίκα, θα μπορούσαν να είναι μια πρόταση του σκηνοθέτη για την ειρηνική συνύπαρξη αυτού του μωσαϊκού μειονοτήτων, αν δεν συνθλίβονταν και αυτά κάτω από τον οδοστρωτήρα της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού. Πέρα από τα ανθρωπιστικά μηνύματα, ο Μαντσέφσκι μάς προσφέρει μια σειρά ποιητικών εικόνων, ενορχηστρώνοντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα, από την οποία ξεχειλίζουν πηγαία και γνήσια αισθήματα. Ειδική μνεία αξίζει η φωτογραφία του Μανουέλ Τεράν, αλλά και η εξαιρετική μουσική της ταινίας που υπογράφει το συγκρότημα Anastasia. Η ταινία βραβεύτηκε με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας.

(δ.τ.)