(Φωτιά στη θάλασσα)
του Gianfranco Rosi
fuocoammare.jpg

Ένα αγόρι περιφέρεται σε μια θαμνώδη περιοχή της Λαμπεντούζα αναζητώντας το κατάλληλο κλαδί για να φτιάξει τη σαΐτα του. Ο φακός το ακολουθεί υπομονετικά στη διαδικασία αναζήτησης και επεξεργασίας του ξύλου. Είναι ο δωδεκάχρονος Σάμουελ, κεντρικός ήρωας στο Fuocoammare, και η σκηνή δεν προδίδει με τίποτα τις προθέσεις της. Αυτό που καταγράφεται αρχικά από τον Rosi είναι κυρίως η εικόνα μιας ήρεμης παραδοσιακής ζωής, στιγμιότυπα μιας καθημερινότητας που εκτυλίσσεται με ατάραχους ρυθμούς. Μια ηλικιωμένη κυρία στην κουζίνα της, η μουσική στο ραδιόφωνο και ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός που στέλνει νοσταλγικές αφιερώσεις, οι ψαράδες με τις βάρκες τους, οι περιπετειώδεις περιπλανήσεις του αγοριού με ένα φίλο του. Ένα μυστηριώδες εμβόλιμο νυχτερινό πλάνο αποτελεί ωστόσο την εισαγωγή σε μια τραγωδία που εκτυλίσσεται παράλληλα στον ίδιο τόπο. Το αγωνιώδες σήμα κινδύνου που φτάνει στο γιγαντιαίο ραντάρ ενός ακτοπλοϊκού σκάφους, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, σχεδόν εξωπραγματική.
Στο σώμα της ταινίας αρχίζουν σιγά σιγά να παρεισδύουν οι αφίξεις εξαθλιωμένων προσφύγων κυρίως από την Αφρική. Η επίπονη διαδικασία της περισυλλογής τους από τα σαθρά πλεούμενα, -πρώτα των νεκρών και ύστερα των ζωντανών-, η απόβαση στα κέντρα παραμονής, η καταχώρηση, η περίθαλψη. Η κάμερα καταγράφει τους μηχανισμούς διάσωσης με ακρίβεια και τόλμη, χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα από την ωμή πραγματικότητα. Αποφεύγει ωστόσο τη δραματοποίηση κρατώντας σταθερή απόσταση από τις συνήθεις καταγραφές της ανθρωπιστικής τραγωδίας που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια. Εστιάζει με κοντινά πλάνα κυρίως στα μελαγχολικά πρόσωπα και λιγότερο στα καταπονημένα σώματα, εναλλάσσει τις επώδυνες στιγμές με άλλες ηπιότερες, πιο ανθρώπινες, δίνει το χρονικό της τραγωδίας, μέσα από το αυτοσχέδιο τραγούδι μιας ομάδας νεαρών διασωθέντων-μια από τις δυνατότερες στιγμές της ταινίας- και αφήνει το σχολιασμό στο μοναδικό γιατρό του κέντρου που χρόνια τώρα με μοναδική αφοσίωση περιθάλπει τους πρόσφυγες. Έναν άνθρωπο που αποτέλεσε ένα από τα κίνητρα για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ.
Οι δύο κόσμοι, αυτός των αναγνωρίσιμων ντόπιων και ο άλλος των ανώνυμων προσφύγων δεν συναντιούνται ποτέ στην ταινία. Μια ανεπαίσθητη αναφορά που περνάει σχεδόν απαρατήρητη και τίποτα παραπάνω. Η άγνοια ωστόσο συμβαδίζει με μια υπόγεια συμμετρία στη σύνθεση που συνιστά και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κινηματογραφικού έργου. Χάρη στο αριστοτεχνικό μοντάζ του Jacopo Quadri και την ιδιοφυή  παρατηρητικότητα του Gianfranco Rosi  οι εναλλασσόμενες μικρές αφηγήσεις, αν και εμφανίζονται αυτόνομες και φαινομενικά ασύνδετες, υποβάλλουν με τη σειρά που εμφανίζονται  αναπόφευκτους συνειρμούς, προβάλλουν έντονες αντιθέσεις ή απλά αφήνουν ερωτήματα ανοιχτά προς απάντηση. Πίσω από τις μικροαγωνίες και τα άγχη του νεαρού ήρωα, που δίνονται με χιούμορ και αυθεντικότητα, τις επαναλαμβανόμενες καταδύσεις ενός ψαροτουφεκά και την ηδυπαθή  αφιέρωση ενός παλιομοδίτικου τραγουδιού για μια φλεγόμενη θάλασσα, μπορεί να κρύβονται για έναν υποψιασμένο θεατή πιθανοί συμβολισμοί, δεν παύουν όμως τελικά να μαρτυρούν το αυτονόητο: Την αντανάκλαση μιας κοινωνίας που συνεχίζει να πορεύεται με ανυποψίαστη αθωότητα δίπλα σε έναν κυνηγημένο κόσμο. Η μοναδική ίσως σύνδεση και σταθερό ως το τέλος σημείο αναφοράς, η προσωπική μαρτυρία του γιατρού, συγκινητική επίκληση όχι μόνο προς το θεατή αλλά και προς όλη την ανθρωπότητα. 
Η ταινία βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2016.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]