(Καυτός ήλιος)
του Dalibor Matanic
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
Ο Κροάτης σκηνοθέτης Μάτανιτς γεννήθηκε το 1975 στο Ζάγκρεμπ και ο Καυτός ήλιος είναι η όγδοη μεγάλου μήκους του, η οποία κέρδισε το βραβείο επιτροπής στο τμήμα Ένα κάποιο βλέμμα, των Καννών. Το 2015 ο Ντάλιμπορ Μάτανιτς γύρισε αυτήν την πολύ πετυχημένη, ιδιαίτερη, με ενιαία όμως αισθητική, σπονδυλωτή ταινία για τα τραύματα του εθνοτικού πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και το πώς αυτά διαποτίζουν τις σχέσεις των δύο φύλων, τη ζωή και τους έρωτες των απλών και συνηθισμένων ανθρώπων, ιδίως των νέων. Η ιδέα στην οποία βάσισε την ενιαία έκφραση και στα τρία επεισόδια του φιλμ, ήταν το ότι χρησιμοποίησε τους ίδιους ηθοποιούς για να υποδυθούν τα τρία νεανικά ζευγάρια των ιστοριών του. Δυο νέους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τρία διαφορετικά, ερωτευμένα μα και σπαρασσόμενα ζευγάρια, το 1991, το 2001 και το 2011 αντίστοιχα, σε μια Γιουγκοσλαβία διχασμένη και πληγωμένη, σε σύρραξη, σύρραξη εθνοτική και κοινωνική, σύρραξη οικογενειών και ατόμων, φυλών και φύλων... Παρ'όλο που η αφήγηση έχει μια κάποια αφαιρετικότητα, καταλαβαίνουμε πως η σύγκρουση, η απώθηση κι η σχέση αφορούν κυρίως Κροάτες και Σέρβους νέους.
Ο Καυτός ήλιος παρακολουθεί την εξέλιξη του ανοιχτού τραύματος, της διαμάχης και της ενοχής από δεκαετία σε δεκαετία κι από οικογένεια σε οικογένεια. Περιγράφει και διηγείται τις δοκιμασίες, τις έριδες και συγκρούσεις, την επούλωση, τις απόπειρες συμφιλίωσης των εραστών, των εθνοτήτων, των νέων ανθρώπων, των σύγχρονων χαμένων γενεών.
Κοινός παρονομαστής και των τριών μυθοπλασιών το τραύμα των εθνοτικών πολεμικών συγκρούσεων που διέλυσε την κοινή πατρίδα και παρήγαγε καινούργιες χώρες. Πώς άραγε θα μπορέσουν αυτοί που πριν λίγο καιρό αλληλοσκοτώνονταν, Κροάτες και Σέρβοι και λοιποί, να ξαναζήσουν και να ξαναγαπηθούν; Ο έρωτας μοιάζει στην ταινία σαν το μοναδικό συγκολλητικό υλικό ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, που προηγουμένως βρέθηκαν σε αντικρουόμενα στρατόπεδα. Ο έρωτας, η βιολογική ανάγκη των νέων διαφορετικής εθνότητας για αγάπη, επικοινωνία και σεξ... Η ταινία του Μάτανιτς περικλείει έντονο ερωτισμό, σωματικότητα, αδιεξοδική απελπισία και πόθο των νεαρών κορμιών, θλίψη, οδύνη και μελαγχολία. Ίσως όμως κάπου στο βάθος οι νέες γενιές να μπορέσουν να βρουν τον ειρηνικό δρόμο τους, την αναγκαία συνύπαρξη, μας λέει ο Κροάτης κινηματογραφιστής.
Το κινηματογραφικό ύφος του είναι ρεαλιστικό, αδρό και γήινο, ακολουθεί τους φυσικούς ρυθμούς της ζωής και της καθημερινότητας, μπολιασμένο με χυμώδη νατουραλισμό αλλά και με λυρισμό, ακόμη και με κάποια ψήγματα ρομαντισμού. Ο Μάτανιτς, ολοκληρωμένος πια σκηνοθέτης, θέλει να βλέπει την αισιόδοξη, ανθρώπινη, συγκινητική και αισθησιακή πλευρά των σχέσεων και των συμπεριφορών...