του Mark Cousins
i-am-belfast.jpg

Αφιερωμένη στο γενέθλιο τόπο του σκηνοθέτη, η ταινία είναι ένα ιδιαίτερο στη φόρμα ντοκιμαντέρ που διατρέχει το χώρο και την (πρόσφατη) ιστορία της αυτής της πόλης της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ο γνωστός κριτικός και σκηνοθέτης (The Story of Film: An Odyssey) χρησιμοποιεί ως πρόφαση μια ηλικιωμένη γυναίκα (Helena Bereen) που περιτριγυρίζει στην πόλη. Ισχυρίζεται ότι είναι το Μπέλφαστ («Είμαι το Μπέλφαστ») και η αφήγηση της δεν είναι παρά η ίδια ιστορία της πόλης. Με εικόνες κινηματογραφημένες από τον Christopher Doyle (In the Mood for Love) και υπό τη μουσική του David Holmes (‘71, Hunger), ο Mark Cousins διατρέχει κάθε σημείο της πόλης, εντάσσοντας με τρόπο ευφάνταστο στη φόρμα του ντοκιμαντέρ στοιχεία από όνειρα, μύθους και θρύλους. Εικόνες από τα περίχωρα και την ύπαιθρό της, ο αστικός ιστός, σκηνές από παλιές ταινίες, τραγούδια γεμάτα από συναίσθημα, εικόνες-πορτραίτα με τα πρόσωπα της πόλης και παράλληλα η αφήγηση με ιστορίες της πόλης. Δημιουργεί έτσι ο Mark Cousins ένα διάλογο ανάμεσα στην πόλη και το θεατή. Ιδιαίτερη διαχείριση τυγχάνει το ζήτημα του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες που δίχασε την πόλη στα δύο. Δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία, για την οπτική τους σκηνοθέτη, ότι σε μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας κηδεύεται ο Τελευταίος Φανατικός. Αυτό είναι το τραύμα της πόλης, η πληγή της που επουλώνεται.
Η ταινία δεν διαθέτει τη αφηγηματική ροή των άλλων ταινιών του σκηνοθέτη και ο λόγος θα πρέπει να αναζητηθεί στο ότι λόγω της φύσης αυτού του ντοκιμαντέρ ο σκηνοθέτης περιορίζεται χωρικά. Δεν υπάρχει κάποια συμβατικότητα σ’ ό,τι βλέπουμε: αυτό είναι ένα προσωπικό στους τονισμούς του δοκίμιο για την πόλη.

Δημήτρης Μπάμπας