(Θα έρθει η μέρα και για μας)
του Romain Gavras
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Είμαι επηρεασμένος από ιταλικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60 και του '70- ταινίες του Φελίνι και του Ρίζι, που σε κάνουν να αισθάνεσαι αντιφατικά συναισθήματα. Το βρίσκω ενδιαφέρον να μην κάνεις μια μονοδιάστατη ταινία, του τύπου "είναι κωμωδία, άρα πρέπει να γελάσεις" ή "είναι δράμα, άρα θα κλάψεις". Αυτό που με παρακινεί είναι να θέτω τον θεατή σε εγρήγορση και να χάνεται λίγο, ώστε να μην γνωρίζει τι θα αντικρίσει στην πορεία της ταινίας.
(...)
Προσπάθησα να κάνω μια μοντέρνα ταινία, που απεικονίζει τη διανοητική "σκοτεινιά" των καιρών μας. Οι ταινίες στις μέρες μας θέλουν να κάνουν τα πάντα να είναι κατανοητά. Εστιάζουν στο καλό, στο κακό, στα αριστερά ή στα δεξιά, και ακόμη στην αμερικανική αυτοκρατορία και στους κομμουνιστές. Παρόλα αυτά, είμαστε σε μια εποχή όπου το καθετί είναι λίγο θολό και σκοτεινό. Αυτό ήθελα να φανεί!
(...)
Για μένα, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές είναι ενδιαφέρουσα, γιατί η γενιά του Πατρίκ ( Vincent Cassel/ Βενσάν Κασέλ) είναι πάνω και πέρα από το στάδιο της επανάστασης. Είναι πρώην ακτιβιστές των '60s, που βλέπουν τα ιδανικά τους να καταρρέουν και τον κόσμο τους να βυθίζεται. Την ίδια στιγμή, νέοι άνθρωποι σήμερα είναι έτοιμοι να κάψουν οτιδήποτε, αλλά δεν ξέρουν το γιατί. Όπως τα παιδιά που καίνε αυτοκίνητα, όχι για πολιτική σκοπιμότητα, αλλά επειδή έχουν όλους τους λόγους για να είναι θυμωμένοι. Επομένως, όταν οι ήρωές μου συναντιούνται, ο καθένας βρίσκει στον άλλον αυτό που του λείπει. Για τον Πατρίκ, είναι η ικανότητα να ανάψει και πάλι τη φλόγα του. Για τον Ρεμί, είναι το να έχει έναν λόγο για τον θυμό του.
(...)
Θεωρώ την ταινία μου μια "απελπισμένη" ρομαντική κωμωδία. Κωμωδία, γιατί υπάρχει αρκετό χιούμορ στο πρώτο μισό, ακόμη κι αν δεν γελάσουν όλοι οι θεατές. Και ρομαντική γιατί για μένα τα παιδιά με ξυρισμένα κεφάλια που περπατούν σε μια μεγάλη παραλία με φλεγόμενα αυτοκίνητα, είναι ρομαντικό!
(...)
Στα τελευταία μου video clips, στόχος μου ήταν να κάνω την εικόνα να φαίνεται εντελώς ευρωπαϊκή. Γι' αυτό και ήθελα να γυρίσω το "Notre Jour Viendra" στα βόρεια της Γαλλίας, γιατί υπάρχει κάτι πολύ δραματικό στα τοπία εκεί. Το αισθάνεσαι και στους ανθρώπους επίσης. Τα ¾ των ηθοποιών της ταινίας είναι ντόπιοι μη επαγγελματίες.
(...)
Στην ουσία, πρόκειται για μια παράλογη ιστορία, που απεικονίζεται πολύ σοβαρά. Αν ο Μπεν Στίλερ είχε αναλάβει αυτό το project, θα είχε κάνει μια σπουδαία κωμωδία. Εμείς όμως προτιμήσαμε να της δώσουμε μια τραγική διάσταση.
(...)
Δεν θα μπορούσα να είχα κάνει την ταινία χωρίς τον Βενσάν Κασέλ. Και νομίζω ότι χρειάστηκε αρκετό κουράγιο ένας ηθοποιός τέτοιου βεληνεκούς να αναλάβει αυτό το project. Πρόκειται για ένα φιλμ που μπορεί να του φέρει αρκετούς "μπελάδες" και πολύ λίγη φήμη στο τέλος. Επίσης, ως νέος κινηματογραφιστής, αυτή είναι η πρώτη μου ταινία: θα μπορούσε εύκολα να είναι ένα "σκουπίδι". Όμως ο Βενσάν με βοήθησε πολύ.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)