του Michel Leclerc
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
la-vie-tres-privee-de-monsieur-sim.jpg

 Η σύντροφός μου Baya Kasmi, με την οποία γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε διαβάσει το βιβλίο (The Terrible Privacy of Maxwell Sim του Jonathan Coe) και μου είπε ότι εντόπισε πολλά στοιχεία του χαρακτήρα μου και εμμονές μου σ' αυτό. Μου πρότεινε να το διαβάσω, αλλά περνούσα μία δύσκολη φάση κατάθλιψης και επαναπροσδιορισμού. Τελικά, το διάβασα στη Φλορεντία όπου γράφτηκε και το σενάριο. Ταυτίστηκα με τον ήρωα που είχε χάσει τα πάντα και έθετε τα πάντα υπό αμφισβήτηση. Κατάφερα να συναντήσω τον Jonathan Coe και να τον πείσω να δεχθεί τη μεταφορά του μυθιστορήματος στον κινηματογράφο.
(...)  Με συγκλόνισε ο ήρωας του μυθιστορήματος. Έχει κατάθλιψη, αλλά δεν κλείνεται στον εαυτό του, στρέφεται προς τους άλλους. Επιθυμεί πραγματικά να ζήσει. Είναι ένας "χαρούμενος καταθλιπτικός", κάτι πολύ σπάνιο. Και το λέει με χαμόγελο, σε όποιον είναι πρόθυμος να το ακούσει. Η ειλικρίνειά του είναι συγκλονιστική. Άλλωστε, το μυθιστόρημα, ξεκινάει σαν κοινωνική κωμωδία και στην πορεία παίρνει σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα για την επιθυμία φυγής. Όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε, να αφήσουμε πίσω μας τον πολιτισμό, να έρθουμε αντιμέτωποι με το κενό, τη φύση, το πεπρωμένο μας. Όλοι έχουμε ανάγκη κάτι μεταφυσικό.
(...)  Προσέγγισα κάποιες σκηνές με χιούμορ, το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο μυθιστόρημα. Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής είναι λιγότερο μόνος σε σχέση με το βιβλίο όπου, για παράδειγμα, ο διάλογος με το GPS του είναι πιο ανεπτυγμένος. Προτίμησα να αναπτύξω περισσότερο τις σχέσεις του Σιμ με την πρώην γυναίκα του και την κόρη του. Ήθελα, όμως, να διατηρήσω την ευαισθησία του βιβλίου, το κωμικοτραγικό στοιχείο, τον γρίφο. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκει τον εαυτό του, χάνοντας τον δρόμο του.
(...)  Είναι ένα μυθιστόρημα δεύτερης ή και τρίτης ευκαιρίας. Έχουμε την εντύπωση ότι η ταινία επικεντρώνεται σε ένα πρόσωπο που νιώθει καλύτερα, ενώ έχει περάσει από διάφορες δύσκολες καταστάσεις. Ποτέ δεν είναι αργά να απαλλαγεί κανείς από τις οικογενειακές νευρώσεις. Ο Σιμ έχει μεγάλη δυσκολία να επικοινωνήσει με τον πατέρα του. Οι λόγοι μάς φανερώνονται σιγά σιγά. Αυτό είναι και το κλειδί της ιστορίας, που μιλάει για μυστικά, για οικογενειακά λάθη, τα οποία ο Σιμ καταφέρνει να μην αναπαράγει. Επομένως, σε κάθε ηλικία μπορούμε να απελευθερωθούμε από το ανεξήγητο βάρος που κουβαλάμε στην πλάτη μας. Ο Σιμ επιλέγει να μην ακολουθήσει το GPS  της ζωής του, και με αυτή του την απόφαση, βρίσκει τον δρόμο του.
(...)  Η ταινία μιλάει και για τη σύγχρονη μοναξιά, κι αυτό έχει πολιτικές διαστάσεις. Ο Σιμ χρησιμοποιεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Μιλάει στο Facebook, στο Skype, είναι συνέχεια συνδεδεμένος. Ζούμε σε μια εποχή με άπειρα μέσα επικοινωνίας, και παραδόξως, φαίνεται ότι αυτό ευνοεί την απομόνωση των ανθρώπων. Ο πρωταγωνιστής είναι απέραντα μόνος, σαν τον θαλασσοπόρο στη μέση του ωκεανού, ο οποίος δεν είχε κανένα μέσο επικοινωνίας. Ζούμε όλοι σε έναν ωκεανό επικοινωνίας, αλλά βρισκόμαστε μόνοι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μας.
 Έπειτα, είναι και η εμμονή με τις μάρκες. Ο Σιμ νιώθει ασφάλεια να βρίσκει τις ίδιες μάρκες όπου κι αν πάει, το ίδιο μενού στις αλυσίδες εστιατορίων, το ίδιο δωμάτιο στις αλυσίδες ξενοδοχείων. Αυτή η ομοιομορφία, όμως, προκαλεί άγχος, νιώθουμε ότι ζούμε σε μια ανοιχτή φυλακή, ότι βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος, όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσουμε. Ο κόσμος μοιάζει με ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο.
(...)  Όταν γράφω ένα σενάριο, δεν έχω κάποιον ηθοποιό στο μυαλό μου, γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος αυτός ο ηθοποιός να αρνηθεί, και είναι δύσκολο εκ των υστέρων να βρεις άλλον.
 Λατρεύω τον Jean-Pierre. Έχει μία λεπτότητα, μία ευαισθησία. Όσο γερνάει, τόσο περισσότερο διακρίνουμε το παραμικρό συναίσθημα στο πρόσωπό του. Η ταινία ξεκινάει με τον Bacri όπως τον έχουμε συνηθίσει και καταλήγει σε έναν ευαίσθητο, ευάλωτο χαρακτήρα. Ο Σιμ είναι στην κόψη του ξυραφιού, στα όρια της λογικής, και νομίζω πως ο Jean-Pierre το έψαξε πολύ για να παίξει κάποιες σκηνές. Για μένα, η ταινία είναι ένα ντοκιμαντέρ για το πρόσωπο του Jean-Pierre Bacri και χάρηκα πολύ που το γύρισα.
 Ο Jean-Pierre Bacri δίνει μεγάλη σημασία στο κείμενο. Και μόλις νιώθει ασφάλεια, είναι ικανός να φτάσει στα άκρα. Δεν ήταν εύκολο να παίξει με ένα GPS, να συνομιλεί με ένα μηχάνημα και να έχουμε την εντύπωση ότι μιλάει με άνθρωπο.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)