(Όταν είσαι 17)
του André Téchiné
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_quand-on-a-17-an.jpg

Με το Quand on a 17 ο André Téchiné επιστρέφει στο προσφιλές του θέμα της εφηβείας, έχοντας αυτή τη φορά συν-σεναριογράφο τη  Celine Sciamma, γνωστή για τις εξαιρετικές ιστορίες ενηλικίωσης αλλά και αναζήτησης της εφηβικής σεξουαλικής ταυτότητας.  Χωρισμένη στα τρία τρίμηνα ενός σχολικού έτους και στις αντίστοιχες εποχές τους και με φόντο ένα επιβλητικό φυσικό τοπίο, αυτό της νοτιοδυτικής ορεινής Γαλλίας, η ταινία σκιαγραφεί το πορτρέτο δύο νέων που παλεύουν με τα συναισθήματά τους λίγο πριν την ερωτική αφύπνιση. Το εισαγωγικό  παράθεμα του Marcel Proust για την εφηβική ηλικία και οι σχετικοί με τον τίτλο στίχοι του Rimbaud που θα ακουστούν λίγο αργότερα δίνουν διακριτικά το στίγμα της ταινίας.
Ο υιοθετημένος μιγάς Τhomas, που ζει ψηλά στα Πυρηναία και πρέπει κάθε μέρα να διασχίσει μια μεγάλη απόσταση για να κατέβει στην πόλη και ο ξανθός συνομήλικός του Damien, με μητέρα γιατρό και πατέρα πιλότο δε φαίνεται να έχουν τίποτα κοινό, πέρα από το γεγονός ότι είναι συμμαθητές. Τα δυο αγόρια τα χωρίζει ένα περίεργο και ανεξέλεγκτο μίσος, που εκδηλώνεται στο σχολείο με πράξεις βίας τόσο λεκτικής όσο κυρίως σω
ματικής. Ο Τhomas, ένα αγόρι με εξωτική ομορφιά και μυϊκή δύναμη, έχει δυσκολίες στα μαθήματα αλλά και στόχους για το μέλλον. Ο επιμελής αλλά αδέξιος Damien, ξεχωρίζει στην τάξη με την ευφυΐα του, αλλά η μοναδική του πραγματική  κλίση φαίνεται να περιορίζεται στην κουζίνα της μητέρας του. Η τελευταία, μια δυναμική γυναίκα με κατανόηση και ψυχική ευγένεια, εξελίσσεται γρήγορα σε εξισορροπητική δύναμη ανάμεσά τους και συνιστά το τρίτο κομβικό πρόσωπο της ταινίας. Όταν όμως με δική της πρωτοβουλία κι έπειτα από μια σειρά συγκυριών τα αγόρια αναγκάζονται να συγκατοικήσουν, η σχέση τους  μεταμορφώνεται σε κάτι διαφορετικό.
Η ταινία στο πρώτο της μέρος παρακολουθεί τη σύγκρουση των δύο νεαρών, τις βίαιες ενέργειες εκφοβισμού στις οποίες ο Damien είναι κυρίως το θύμα. Οι εμφανείς διαφορές που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια φυσική αντιπάθεια φαντάζουν αρχικά ως ο μόνος λόγος αυτής της αντιπαλότητας. Είναι η περίοδος ασυμβατότητας , η φάση μιας διαρκούς εγρήγορσης και έντονης αποστροφής, της οποίας τα  αίτια αγνοούν και οι ίδιοι. Ο Téchiné κινηματογραφεί με φυσικότητα και έντονα σωματικό τρόπο την περίοδο αυτή, κατορθώνοντας ωστόσο να κρατήσει ανυποψίαστους τόσο τους ήρωες όσο και το θεατή. Η έμφαση δίνεται κυρίως στη δράση: κλεφτές ματιές, προκλήσεις, επιθετικότητα. Η βία αναδεικνύεται ως η μοναδική γλώσσα έκφρασης δύο νέων που, αν και τελικά έχουν πολλά κοινά, δε γνωρίζουν άλλο τρόπο επικοινωνίας.
Στο δεύτερο μέρος όταν ξεκινά η συγκατοίκηση, μετά από μια σύντομη περίοδο ανακωχής, αναπτύσσονται τα πρώτα αισθήματα από πλευράς του Damian, τα οποία δε συμμερίζεται καθόλου ο συνομήλικός του. Ένα παιχνίδι ερωτικής έλξης και αντίστασης, μια σχέση που συνεχώς εξελίσσεται , είναι ό,τι βλέπουμε να διατρέχει την ταινία από το σημείο αυτό έως και το τέλος. Όταν στο τρίτο μέρος οι εντάσεις καταλαγιάζουν, λόγω μιας σειράς δραματικών γεγονότων, ο φόβος και η αναστάτωση παραμερίζονται και η επιθυμία, σαν έτοιμη από καιρό, διεκδικεί τη θέση της, αμφίδρομη και καταλυτική. Αλλά και πάλι αφήνοντας αναπάντητα κάποια ερωτήματα.
Η πρώτη επιθυμία, ως άγνωστη και απειλητική δύναμη και η αβεβαιότητα που αυτή γεννάει στην εφηβική ηλικία φαίνεται να βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας. Ακόμα κι αν μια σειρά ενδιάμεσων γεγονότων  αποδυναμώνουν την κινηματογραφική αφήγηση, αποτελούν ωστόσο τεχνάσματα που συμβάλλουν στην αποκάλυψη αυτού του μυστηρίου, που  ξετυλίγεται σταδιακά αλλά επιφυλάσσει διαρκώς και εκπλήξεις. Ο Téchiné επιλέγοντας ως ήρωες ένα παιδί των ορέων, που εργάζεται σκληρά και προβληματίζεται για την οικογενειακή του ταυτότητα  και ένα νεαρό αστό, που ζει μέσα στις δικές του ανασφάλειες, επιχειρεί  παράλληλα να διερευνήσει  δύο κόσμους εξωτερικά διαφορετικούς, βαθιά όμως συγκλίνοντες. Τοποθετώντας τους ήρωες του μέσα σε ένα μυθικό τοπίο λυτρωτικής ομορφιάς και παρακολουθώντας τους στο πέρασμα των εποχών, που δίνονται ανάγλυφα και με ιδιαίτερη ευαισθησία, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα επικό όσο και λυρικό κινηματογραφικό έργο.   

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]