(Η τελευταία παραλία)
των Θάνου Αναστόπουλου & Davide Del Degan
(οι σημειώσεις των σκηνοθετών)
Θάνος Αναστόπουλος
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα και ζω στην Τεργέστη οκτώ χρόνια, από τη γέννηση του γιου μου. Μαζί του ανακάλυψα την παραλία Πεντοτσίν/ Pedocìn, όπου ολόκληρες γενιές παιδιών της περιοχής έκαναν τα πρώτα τους βήματα.
Έχοντας μεγαλώσει στις παραλίες της Αττικής, αμέσως ένιωσα οικεία σε μια παραλιακή πόλη όπως η Τεργέστη και άρχισα να αναζητώ ομοιότητες και διαφορές με τα μέρη των παιδικών μου χρόνων. Αυτό με οδήγησε σε ένα μεγάλο και βαθύ στοχασμό για τα σύνορα, τις διακρίσεις, την εθνική και τη σεξουαλική ταυτότητα.
Ένας τοίχος σε μια παραλία στη σημερινή Ευρώπη μοιάζει να αμφισβητεί όλα τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Τότε ξεκίνησε αυτό το φιλμ και ήταν ο λόγος που άρχισα να πηγαίνω στην παραλία στη διάρκεια του χειμώνα. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να αναπτύξω μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τους εργαζόμενους και τους λουόμενους. Ακολουθώντας την καθημερινή τους ρουτίνα ανάλογα με τον καιρό και τη φύση, συνειδητοποίησα ότι ένας ολόκληρος μικρόκοσμος αποκαλυπτόταν μπροστά στα μάτια μου.
Τεργέστη. Μια κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική πόλη, ιταλική και ταυτόχρονα αυστριακή, βαλκανική, ελληνική και εβραϊκή. Μια πόλη όπου κανείς δεν αισθάνεται ξένος, επειδή όλοι είναι ξένοι ως ένα βαθμό, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μια πόλη που θα μπορούσε να είχε γίνει η ευρωπαϊκή Νέα Υόρκη, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων πολέμων. Ένας «παλιός κόσμος» που χάθηκε, όπου ένα παρελθόν γεμάτο υποσχέσεις έχει μετατραπεί σε απογοήτευση και διαψευσμένες ελπίδες. Ένα μέρος όπου κανείς δεν ντρέπεται να θεωρεί τον εαυτό του χαμένο, επειδή εδώ είναι συνηθισμένο συναίσθημα, στάση ζωής. Μια συνοριακή πόλη που κλονίζει τις αντιλήψεις μας περί καταγωγής, ταυτότητας και ένταξης, όπου ένας τοίχος μπορεί να γίνει το σύμβολο μιας ουτοπίας και να γκρεμίζει τα «ψυχικά τείχη» που όλοι κρύβουν εσωτερικά. Η αφήγηση της ιστορίας του τοίχου του Πεντοτσίν είναι σαν να λέμε τη δική μας ιστορία, πιστοί θαμώνες της δικής μας τελευταίας παραλίας, καθώς ψάχνουμε τη θέση μας κάτω από τον ήλιο.
Davide Del Degan/ Νταβίντε Ντελ Ντέγκαν
Γνώριζα ήδη καλά την παραλία και τις χιλιάδες ιστορίες που αργότερα συνέθεσαν την αφηγηματική γραμμή της ταινίας. Είχα ήδη ζήσει την ατμόσφαιρά της, είχα ακόμα στο μυαλό μου τα πρόσωπα αυτών των ατόμων, αληθινών ανθρώπων που κουβαλούν το βάρος μιας εύθραυστης ανθρωπιάς. Είχα πολύ καιρό να επισκεφτώ το Πεντοτσίν, αλλά εκεί μεγάλωσα κι εκεί βρίσκεται η καρδιά μου.
Το να ανακαλύπτω εκ νέου τις ρίζες μου μετά από πολλά χρόνια ήταν μια καθαρτική εμπειρία. Οι μικρές και μεγάλες ανθρώπινες περιπέτειες που συγκεντρώνονταν σε ένα τόσο μικρό μέρος, όλο αυτό το ανθρώπινο εύρος και η δύναμη, έφεραν απίστευτη ενέργεια στη δουλειά μας.
Όλες οι μέρες που περάσαμε με τα πόδια μας βυθισμένα στην άμμο της παραλίας, με τα μάτια μας καρφωμένα σε γυμνούς άντρες και γυναίκες, σε παράξενα παλιά κτίρια, στη θάλασσα, με επηρέασαν με έναν τρόπο που υπερβαίνει το χρόνο. Στην αρχή επέλεγα να βιώνω τα πάντα με τη ματιά, την προοπτική και τις διαστάσεις του παιδιού που ήμουν κάποτε, σαν ονειροπόληση. Αργότερα ανακάλυψα ένα είδος παλιομοδίτικου ανδρισμού, ανίκανο να κατανοήσει ή να συλλάβει οτιδήποτε πέρα από τον εαυτό του.
Καθώς περνώ από μαυρισμένα κορμιά θυμάμαι τη δική μου οπτική ως παιδιού, τότε που τρόμαζα από τα κάποιες φορές υπερβολικά μεγάλα στήθη άγνωστων και ωστόσο γνώριμων γυναικών, ενώ μια στιγμή αργότερα βλέπω με τα μάτια ενός ενήλικα, που αναγνωρίζει τη δύναμη και τη χειραφέτηση των ατόμων που αισθάνονται ελεύθεροι να είναι όπως ακριβώς είναι.
Μετά από αρκετούς μήνες προετοιμασίας καταφέραμε να αναπτύξουμε το είδος της σχέσης με τους λουόμενους που μας έδωσε τη δυνατότητα να παράγουμε ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης, οι ιστορίες των οποίων εμφανίστηκαν μόνες τους, μόνο με τη βοήθεια του χρόνου και χωρίς την παραμικρή παρέμβαση ή επιρροή από την πλευρά μας.
Δε σχεδιάσαμε επίσης τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα πρόσωπα ούτε προτείναμε θέματα προς συζήτηση. Όλα προέκυψαν αυθόρμητα από τη ζωή σε αυτή την παραλία και τη φυσική ροή του χρόνου, η οποία κατά μία έννοια μάς ανάγκασε να παραβιάσουμε τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ προκειμένου να περιγράψουμε το κλασικό αρχέτυπο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζωή, θάνατος, πολιτισμικές και ηθικές αξίες. Σε μια συνοριακή πόλη που αντιπροσωπεύει την πολυπολιτισμικότητα στον υπέρτατο βαθμό και παραμένει σφιχτά δεμένη με το ιστορικό της παρελθόν.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)