του François Ozon
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_frantz.jpg

Σε μια εποχή που έχει εμμονή με την αλήθεια και τη διαφάνεια, θέλησα να κάνω μια ταινία για τα ψέματα. Ως μαθητής και θαυμαστής του Eric Rohmer, θεωρούσα τα ψέματα συναρπαστική τροφή για την αφήγηση και τις ταινίες. Το είχα στο μυαλό μου όταν ένας φίλος μου είπε για ένα θεατρικό του Maurice Rostand αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκανα περαιτέρω έρευνα και έμαθα ότι το θεατρικό είχε μεταφερθεί στο σινεμά το 1931 από τον Ernst Lubitsch με τον τίτλο Broken Lullaby. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να αφήσω την ιδέα στην άκρη. Πώς θα μπορούσα να ξεπεράσω τον Lubitsch;
(...) Όταν είδα την ταινία του Lubitsch καθησυχάστηκα. Είναι παρόμοια με το θεατρικό και υιοθετεί την οπτική ενός νεαρού Γάλλου, ενώ εγώ ήθελα να έχω την οπτική της νεαρής κοπέλας που, όπως και το κοινό, δεν ξέρει γιατί αυτός ο Γάλλος θρηνεί στον τάφο του αρραβωνιαστικού της. Στο θεατρικό και την ταινία, ξέρουμε το μυστικό από την αρχή, μετά από μια μακροσκελή σκηνή εξομολόγησης σε έναν παππά. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο το ψέμα σε σχέση με την ενοχή.
Η ταινία του Lubitsch είναι πανέμορφη και αξίζει να τη δει κανείς μέσα από το πρίσμα του ειρηνιστικού και ιδεαλιστικού κλίματος της μεταπολεμικής εποχής. Συμπεριέλαβα μερικές από τις σκηνές του. Είναι η λιγότερο γνωστή ταινία του, το μόνο του δράμα. Η σκηνοθεσία του είναι αξιοθαύμαστη και πολύ ευρηματική όπως πάντα. Αλλά είναι η ταινία ενός Αμερικανού σκηνοθέτη γερμανικής καταγωγής που δεν ήξερε ότι στον ορίζοντα ανέτειλε ένας δεύτερος πόλεμος. Έκανε μια αισιόδοξη ταινία για τη συμφιλίωση. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέληξε σε λουτρό αίματος και πολλοί πολιτικοί και καλλιτέχνες στη Γαλλία και Γερμανία μιλούσαν ανοιχτά για τη φιλειρηνικότητα. «Ποτέ ξανά!». Η προσέγγιση μου, ως Γάλλος που δεν έζησε κανέναν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, ήταν προφανώς διαφορετική.
(...) Στο θεατρικό και την ταινία του Lubitsch, το ψέμα δεν αποκαλύπτεται ποτέ στους γονείς και ο Γάλλος γίνεται αποδεκτός από την οικογένεια. Παίρνει τη θέση του πεθαμένου γιου, τους παίζει βιολί και το τέλος είναι χαρούμενο. Στην ταινία, ο Adrien προσπαθεί να γίνει μέλος της οικογένειας αλλά σε κάποιο σημείο, το ψέμα του και η ενοχή του τον βαραίνουν πολύ και λέει στην Anna τα πάντα. Σε αντίθεση με την ταινία του Lubitsch, η Anna μπορεί να αποδεχτεί το ψέμα του μόνο μέσα από την προσωπική της μακριά διαδρομή, την οποία εξετάζω στο δεύτερο μέρος και αρχίζει όταν ο Adrien φεύγει και η Anna πέφτει σε κατάθλιψη.
(...) Η Anna και ο Adrien μοιράζονται την απώλεια του Frantz, αλλά μπορούν να μοιραστούν και το συναίσθημα του έρωτα; Η Anna το πιστεύει στην αρχή, αλλά όταν ανακαλύπτει την αλήθεια της φαίνεται απίθανο. Σταδιακά αρχίζει να το πιστεύει ξανά, αλλά μετά έρχεται αντιμέτωπη με μια άλλη πραγματικότητα στη Γαλλία. Το ωραίο με την Anna είναι το σκοτάδι στο οποίο κινείται. Ξέρει τι έχει κάνει ο Adrien, αλλά αυτό που την πληγώνει περισσότερο είναι η καταπιεσμένη της επιθυμία για αυτόν, οπότε τελικά πάει να τον βρει, γιατί θέλει να πιστεύει στην αγάπη του πέρα από κάθε τι. Η επιθυμία του Adrien από την άλλη, δεν του είναι ξεκάθαρη. Θέλησα να παίξω με τα κλαστικά μελοδραματικά θέματα όπως η ενοχή και η συγχώρεση, και μετά να παρεκκλίνω προς τον αποσυντονισμό των συναισθημάτων.
(...) Όπως λέει η Anna στη μητέρα του Adrien: «Δεν είμαι εγώ αυτή που βασανίζω τον γιο σας. Ο Frantz τον βασανίζει». Ο Frantz, ο Γερμανός στρατιώτης, και το alter ego του, κάποιος που θα μπορούσε να είναι φίλος του ή ακόμα και εραστής του.
(...) Οι γονείς του Frantz θέλουν απεγνωσμένα να ανοίξουν την αγκαλιά τους στον Adrien, να πιστέψουν στην υποτιθέμενη γαλλογερμανική φιλία και στην πιθανότητα του να αντικαταστήσει ο Adrien τον πεθαμένο γιο τους, έτσι ώστε υποσυνείδητα αποδέχονται το ψέμα του. Όλα αρχίζουν από μια παρεξήγηση. Ο Adrien παραδίνεται σ΄ αυτήν και αποδεικνύεται ο μόνος τρόπος να γνωρίσει πραγματικά τον Frantz. Το ψέμα τους κάνει όλους να αισθάνονται καλύτερα. Αυτό συμβαίνει συχνά στο πένθος, βρίσκεις παρηγοριά και χαρά στο να μιλάς για τον άλλο εξιδανικεύοντας τον. Για τον Adrien, το να δίνει χαρά στους αγαπημένους του Franz είναι ένας τρόπος να κατευνάσει προσωρινά τις τύψεις του.
(...) Ο Adrien είναι βασανισμένος. Είναι χαμένος. Χαμένος στις επιθυμίες του, στην ενοχή του, στην οικογένεια του. Δεν ξέρουμε πολλά για αυτόν στην αρχή. Είναι μάλλον μυστηριώδης. Καθώς εκτυλίσσεται η ταινία, η Anna απογοητεύεται από αυτόν. Το τραύμα του πολέμου τον έχει κάνει αβοήθητο. Του λείπει το θάρρος και μαραζώνει σε μια νεύρωση που δεν μπορεί να αποφύγει. Η εμμονή του, ή η αγάπη του για τον Frantz έχει γίνει τοξική και τον καταπίνει.
(...) Μέχρι τότε, η Anna ήταν δυνατή για τους γονείς του Frantz. Σε κάποιο σημείο, ο πατέρας του Frantz της λέει: «Όταν χάσαμε τον Frantz, μας βοήθησες να επιβιώσουμε. Τώρα είναι η σειρά μας». Αλλά το ψέμα του Adrien και η αναχώρηση του φέρνουν τον πόνο της Anna στην επιφάνεια και πάλι και αυτή τη φορά η εγκατάλειψη μοιάζει πιο σκληρή. Ίσως γιατί εν μέρει αισθάνεται πιο ερωτικά για τον Adrien.
(...) Το σενάριο είναι σχεδιασμένο ως ιστορία ενηλικίωσης. Δεν μας πηγαίνει σε έναν ονειρικό κόσμο, αλλά ακολουθεί τη συναισθηματική αγωγή της Anna και δείχνει τις απογοητεύσεις, τα ψέματα, την επιθυμία σαν πέρασμα. Η Anna υποτίθεται ότι θα ήταν με τον Frantz. Η αγάπη τους ήταν ρομαντική, νεανική, ίσως βολική και όχι ολοκληρωμένη. Η φλόγα έσβησε και ξαφνικά, ως εκ θαύματος, έρχεται ο γοητευτικός πρίγκιπας. Αυτή τη φορά υπάρχει πάθος. Ο Adrien δεν είναι απαραίτητα ο σωστός, αλλά μέσα από αυτόν η Anna θα εμβαθύνει στα μεγάλα ζητήματα της ζωής, τον θάνατο, τον έρωτα, το μίσος.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_frantz-2.jpg
(...) Μου αρέσει να κινηματογραφώ ανθρώπους να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο. Είναι ένας συμπαγής τρόπος να υπονοήσω το ταξίδι του χαρακτήρα και τοποθετεί τους πρωταγωνιστές και την ταινία σε ένα γεωγραφικό σημείο. Ήθελα να δείξω τη μικρή γερμανική πόλη, τα δρομολόγια ανάμεσα στο σπίτι και το νεκροταφείο. Το να παρακολουθούμε την Anna να πηγαίνει από μέρος σε μέρος, τη σκεφτόμαστε και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την πρόοδο της. Στην αρχή, η Anna πασχίζει χωρίς αποτελέσματα, κάνοντας κύκλους στη μικρή πόλη. Μετά κάνει το δικό της ταξίδι, που την οδηγεί στη Γαλλία και πέρα από τα συνηθισμένα.
(...) Υποσυνείδητα, πολλές από τις εμμονές μου υπάρχουν στην ταινία. Αλλά το να τις αντιμετωπίσω σε μια άλλη γλώσσα, με διαφορετικούς ηθοποιούς, σε μέρη άλλα από τη Γαλλία, με ανάγκασε να επανεφεύρω τον εαυτό μου και μπορεί να δίνει στα θέματα μια νέα ένταση, μια νέα διάσταση. Πολλές προκλήσεις υπήρχαν στην ταινία. Δεν είχα κινηματογραφήσει ξανά τον πόλεμο, μια σκηνή μάχης, μια μικρή γερμανική πόλη, το Παρίσι ασπρόμαυρο, τη Γερμανία. Είχε μεγάλη σημασία για μένα να πω την ιστορία από τη γερμανική οπτική, από την πλευρά των ηττημένων, από τα μάτια αυτών που ταπεινώθηκαν, οπότε θα μπορούσα να δείξω πώς η Γερμανία τότε ήταν γόνιμο έδαφος για τον εθνικισμό.
(...) Η Γερμανία είναι η πρώτη ξένη χώρα που πήγα μικρός και με συνεπήρε, το ίδιο και η γλώσσα της, η ιστορία και η κουλτούρα της. Για καιρό, ήθελα να εξετάσω τον αδελφικό δεσμό ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκούς λαούς, τη φιλία τους. Αυτή η ταινία μου έδωσε την τέλεια ευκαιρία. Μιλάω γερμανικά αρκετά καλά για να μπορώ να κάνω μια συζήτηση και να σκηνοθετήσω τους ηθοποιούς μου και το να δώσω οδηγίες στο συνεργείο. Πέρα από αυτό, εμπιστεύτηκα τους ηθοποιούς, τους ζήτησα βοήθεια με τους διαλόγους. Ήταν πολύ συνεργάσιμοι.
(...) Δεν έκανα απόπειρα να στυλιζάρω. Αντιθέτως, το σκηνικό ήταν ρεαλιστικό. Η εποχή είναι ιδανική για κάτι τέτοιο, γιατί υπάρχουν τόσες φωτογραφίες και ταινίες από τότε. Αλλά σύντομα κατάλαβα ότι ο προϋπολογισμός δεν θα μου επέτρεπε να είμαι όσο ιστορικά ακριβής θα ήθελα. Μια μέρα, μου ήρθε η ιδέα να μετατρέψουμε τις φωτογραφίες των σκηνικών σε ασπρόμαυρες. Οπότε ως εκ θαύματος, όλες οι τοποθεσίες ήταν πανέμορφες και από ειρωνεία της τύχης εξασφαλίσαμε περισσότερο ρεαλισμό, καθώς όλες οι αναφορές της εποχής εκείνης ήταν ασπρόμαυρες.
(...) Το να δουλεύω σε ασπρόμαυρες εικόνες για πρώτη φορά ήταν συναρπαστικό, αλλά και στενάχωρο, γιατί η φυσική μου τάση είναι να δίνω έμφαση στο χρώμα. Έτσι ήταν δύσκολο για μένα να παρατήσω το χρώμα σε μερικές σκηνές. Ειδικά στη φύση, όπου περπατάνε πλάι στη λίμνη, που είναι αναφορά στον Γερμανό ρομαντικό ζωγράφο Caspar David Friedrich. Οπότε αποφάσισα να έχω χρώμα ως δραματικό στοιχείο σε αναμνήσεις και σε σκηνές ευτυχίας, για να υπονοήσω ότι η ζωή αιμορραγεί μέσα στην γκρίζα περίοδο του πένθους. Όπως το αίμα ρέει στις φλέβες, το χρώμα πηγάζει από το άσπρο και το μαύρο της ταινίας.
(...) Έκανα οντισιόν στη Γερμανία και συνάντησα πολλές νεαρές ηθοποιούς, Η Paula είχε μια πονηρή λάμψη και την ίδια στιγμή μια κάποια μελαγχολία. Ήταν πολύ νέα, μόλις 20 χρονών, αλλά η ερμηνεία της ήταν πολύ ώριμη. Μπορούσε να ενσαρκώσει την αθωότητα ενός κοριτσιού και τη δύναμη μιας γυναίκας. Έχει ένα εντυπωσιακό εύρος και την ικανότητα να ζωντανεύει έναν χαρακτήρα. Και είναι απίστευτα φωτογενής.
(...) [Ο  Pierre Niney] Με εντυπωσίασε η ερμηνεία του στο θέατρο και στον ομώνυμο ρόλο του στο Yves Saint-Laurent. Ο Pierre είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός με μεγάλη γκάμα. Είναι φυσικό ταλέντο στην κωμωδία, έχει πολύ καλό συγχρονισμό. Αλλά είναι το ίδιο άνετος σε δραματικούς, βασανισμένους ρόλους, που είναι σημαντικό για τον Adrien. Έχει κάτι σπάνιο για ηθοποιούς της ηλικίας του: Δεν φοβάται να δείξει τη γυναικεία του πλευρά, το πόσο ευάλωτος είναι, τα ελαττώματα του, στη φωνή του και στην κίνηση του.
(...) Είχα δει τον Ernst Stötzner σε μια ταινία. Μου άρεσε το πρόσωπο του και η φυσική αυθεντία που εκπέμπει από την εμφάνιση του και τη φωνή του. Με το άσπρο μούσι του, εκπροσωπεί τη γερμανική αρχή και αυστηρότητα. Για να ισοφαρίσω την αυστηρότητα του πατέρα, χρειαζόμουν μια πολύ διαφορετική ηθοποιό για τη μητέρα. Κάποια που να εκπέμπει μητρική ζεστασιά, κάποια πιο ανθρώπινη, σαν Λατίνα. Η Marie Gruber ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Μου αρέσει η φωνή της, η καλοσύνη της, το πνεύμα της, η εκφραστικότητα της. Μου θυμίζει τη Giulietta Masina.
[Η μουσική του Philippe Rombi] Στην αρχή της ταινίας επικρατεί σκληρότητα, μουσικά και δραματουργικά. Η μουσική χρησιμοποιείται σποραδικά, υπογραμμίζοντας διακριτικά τη δραματική ένταση. Σταδιακά, η διάθεση γίνεται πιο ρομαντική για να συνοδεύσει την ερωτική ιστορία, τις ελπίδες της Anna και τις ψευδαισθήσεις της. Η μουσική ακολουθεί το ταξίδι της.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)