Ύστερα από απουσία τεσσάρων χρόνων ένας άντρας, ο οποίος θεωρούνταν νεκρός του πολέμου στο Κόσοβο, επιστρέφει αναπάντεχα στο σπίτι του και στην οικογένειά του. Η επιστροφή του αυτή ωστόσο θα περιπλέξει τη ζωή των οικείων του, οι οποίοι απολάμβαναν μια σειρά προνομίων εξαιτίας του ηρωικού του θανάτου. Η γυναίκα του, η οποία φαίνεται να έχει επωφεληθεί περισσότερο από το θάνατό του, προεδρεύει τώρα σε μια επιτροπή υποστήριξης θυμάτων πολέμου, ενώ τα παιδιά του χαίρουν κι αυτά προνομιακής μεταχείρισης, ως τέκνα μαρτύρων. Η έλευσή του έρχεται μάλιστα την πιο ακατάλληλη στιγμή για την κοινότητα, αφού πρόκειται να εγκαινιαστεί κι ένα σχολείο με την επωνυμία και τον ανδριάντα του, με κονδύλια εξασφαλισμένα και πάλι για τους ένδοξα πεσόντες. Με μόνη στήριξη την παρουσία της μικρής του κόρης, η οποία καθημερινά τον φωτογραφίζει με την polaroid μηχανή της, ο άντρας αναγκάζεται έτσι να παραμείνει επίσημα νεκρός, έγκλειστος σε ένα σπίτι, που από ποθητή εστία μεταμορφώνεται σε άχαρη φυλακή.
Με εμφανές το ειρωνικό σχόλιο στον τίτλο της, η πρώτη ταινία του Faton Bajraktari επιχειρεί να αποτυπώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα που επικρατούν στο μεταπολεμικό Κόσοβο, τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις. Με τη δράση να περιορίζεται αποκλειστικά στους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού και με κάποια συμβολικά πλάνα να αντανακλούν τη στασιμότητα ή την επιθυμία φυγής, ο σκηνοθέτης φιλοδοξεί να στήσει ένα θεατρικό δράμα δωματίου, εστιάζοντας με υπερβολικά δραματικό τρόπο στον κεντρικό ήρωα και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται παγιδευμένος. Ό,τι τελικά όμως εδώ θα είχε ενδιαφέρον είναι το ίδιο το παράδοξο και οι κωμικοτραγικές του διαστάσεις. Οι ελάχιστες στιγμές που αυτό φωτίζεται είναι και οι ευτυχέστερες της ταινίας.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]