(Daguerreotype)
του Kiyoshi Kurosawa
Αυτή η πρώτη γαλλική συμπαραγωγή του Kiyoshi Kurosawa, του “σκοτεινού πρίγκηπα του ιαπωνικού σινεμά” είναι μια ιστορία μυστηρίου με αναφορές στη γοτθική λογοτεχνία και τις ιστορίες φαντασμάτων.
Ο Jean (στο ρόλο ο σταρ του γαλλικού σινεμά Tahar Rahim), είναι άνεργος. Καταφθάνει σ' ένα παλιό αρχοντικό στα περίχωρα του Παρισιού, απαντώντας σε μια αγγελία για εργασία: πρόκειται για τη θέση βοηθού φωτογράφου. Βυθισμένος στο πένθος ο Stéphane (Olivier Gourmet), ο φωτογράφος και εργοδότης του, ασκεί την προ πολλού, ξεχασμένη τεχνικής της νταγκεροτυπίας ή δαγκεροτυπίας (Daguerreotype). Μια τεχνική που απαιτεί την πλήρη ακινησία του μοντέλου για πολύ χρόνο, την σωματιικήκαθήλωση του για πολύ ώρα. Μοντέλο σ' αυτές τις φωτογραφίες που τραβά είν αι η νεαρή του κόρη, η Marie (στο ρόλο η Constance Rousseau): Το ποζάρισμα συνιστά ένα σωματικό μαρτύριο, που πολλές φορές δεν μπορεί να υπομείνει.
Ωστόσο, για την Marie, η παρουσία του νεαρού άνδρα είναι μια συναισθηματική ανακούφιση, καθώς βιώνει το χώρο του σπιτιού ως φυλακή, που η ατμόσφαιρά της της επιβάλλει την μελαγχολία. Ο θάνατος διαποτίζει την ατμόσφαιρα αυτού του αρχοντικού: πέρα από το διαρκές πένθος του πατέρα της, συχνά τα μοντέλα στις φωτογραφίσεις είναι νεκροί μέσα στο φέρετρο.
Τις ισορροπίες διαταράσσουν τα ενδεχόμενα οικιστικής εκμετάλλευσης της έκτασης του σπιτιού και οι προτάσεις για εξαγορά του. Όμως ο Stéphane δεν θέλει να αλλοιώσει το χώρο, ούτε να χάσει την κόρη του...
Ο Kiyoshi Kuvosawa ακολουθώντας τους κανόνες ένος κλασικού κινηματογράφου, μ' ένα πλήθος αναφορών τόσο λογοτεχνικών όσο και κινηματογραφικών, οργανώνει μια αφήγηση στην οποία οι δραματικές κορυφώσεις είναι ελάχιστες: ό,τι έχει σημασία είναι η δημιουργία ατμόσφαιρας και η σταδιακή υπονόμευση, μέσα από νύξεις και υπονοούμενα, της ρεαλιστικής οπτικής. Το ρεαλιστικό σύμπαν της ταινίας σιγά -σιγά αποσυντίθεται και μαζί του διολισθαίνει και ο θεατής στο χώρο του φανταστικού και των φαντασμάτων.
Κέντρο της αφήγησης και κύριος χώρος της δράσης, το παλιό αρχοντικό φορτίζεται, ως συμβαίνει συνήθως σ' αυτούς του είδους τις ταινίες, με πολλές σημασίας: τόπος πένθους, χώρος της μνήμης αλλά και μια φυλακή που κρατά δέσμια τα πρόσωπα, στην περίπτωση μας, τη νεαρή ηρωίδα.
“Ο Θάνατος είναι μια ψευδαίσθηση”: η φράση από τους διαλόγους της ταινίας προσδιορίζει την ατμόσφαιρα αλλά και το κινηματογραφικό είδος στο οποίο η ταινία ανήκει. Ως μια ιστορία φαντασμάτων ό,τι έχει σημασία σ' αυτήν την ταινία είναι η εμφάνιση και η εξαφάνιση, το ορατό και το αορατό, το πραγματικά και το μη πραγματικό, το σώμα και το πνεύμα, το φως και το σκοτάδι, οι σκιές και το ημίφως. Και το σπίτι είναι εκεί όπου όλα συμβαίνουν...
Πρόσωπα που ακροβατούν στα όρια πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ του κόσμου των νεκρών και των ζωντανών, οι δύο άνδρες -ο ηλικιωμένος και ο νεώτερος- ομοιάζουν ο ένας ως αντικατοπτρισμός του άλλου: Ό,τι τους προσδιορίζει είναι η σχέση πάθους με τη γυναίκα που αγαπούν και η αδυναμία τους να συμφιλιωθούν με το θάνατο. Δέσμιοι των φαντασιών τους και των ερωτικών τους επιθυμιών, είναι τελικά αυτοί οι αιχμάλωτοι στα δίχτυα των φαντασμάτων τους.
Η αφήγηση υιοθετεί την οπτική του νεαρού άνδρα, στο μεγαλύτερο μέρος της, και γι' αυτό η ταινία στο εσωτερικό πυρήνα της εστιάζει στους τρόπους του για να διαχειριστεί τον έρωτα και το πένθος, αλλά και τους τρόπους του για να κορέσει την απληστία του, να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του.
Είναι η ταινία η τραγωδία ενός άνδρα, που βυθίζεται στις παραισθήσεις του πένθους και του έρωτα...
Δημήτρης Μπάμπας