(Τα φτερά του έρωτα)
του Wim Wenders
Γράφει ο Σωτήρης Ζήκος
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_der-himmel-uber-berlin-.jpg

Ο Βέντερς επιστρέφει και πάλι στον γενέθλιο τόπο του, επαναφέροντας  και την ίδια  την τέχνη του κινηματογράφου στο πρωταρχικό της πεδίο. Εκεί όπου οι εικόνες, οι ήχοι, οι μορφές και οι οπτικοί ρυθμοί ζουν τη δική τους ζωή, πέρα από την αισθητή υλικότητα των σωμάτων. Και δημιουργεί έναν κόσμο μαγικής παντοδυναμίας, που επιτρέπει στο βλέμμα να ξεφύγει πέρα από τους περιορισμούς του χωρόχρονου της πραγματικότητας και να παρασυρθεί στη μυστική ροή των κινηματογραφικών συνειρμών για να ψηλαφίσει την ασυνήθιστη και τρυφερή όψη των πραγμάτων, να αφουγκραστεί τους εσωτερικούς ψιθύρους των ανθρώπων και να ανακαλύψει τη γοητεία των εφήμερων, μικρών, ανεπαίσθητων στιγμών της καθημερινής ζωής τους.
Στην ταινία οι αβαγκαρντίστικες συνθέσεις του χώρου διαστέλλουν τα όρια του και τον παροντοποιούν ως ένα αλλού, που το κατοικούν άγγελοι σιωπηλοί, φτιαγμένοι από φως και σκιά, αόρατες παρουσίες που βρίσκονται πάντα παντού συντροφεύοντας τη μοναξιά των ανθρώπων , ακούγοντας τις πιο μύχιες σκέψεις τους. Η φτερωτή ματιά τους περιφέρεται πάνω από την πόλη και ψηλαφεί τις προσόψεις των κτιρίων, τις στέγες, τους δρόμους, τις γέφυρες, εισβάλλει μέσα στα κτίρια, τα τρένα, τα αεροπλάνα, τις δημόσιες βιβλιοθήκες, τις τέντες των τσίρκων, συλλαμβάνει τις ασύλληπτες -από το γυμνό μάτι της συνήθειας- λεπτομέρειες, αφουγκράζεται τους παλμούς της σιωπής των ανθρώπων, των ανεκπλήρωτων πόθων και των παραστάσεων της φαντασίας. Δημιουργεί περάσματα ανάμεσα στους κόσμους του ορατού και αοράτου.
Οι εναλλαγές των γκρο-πλαν και των ασυνήθιστων γωνιών λήψης, των ανάλαφρων κινήσεων της μηχανής και των στατικών κάδρων, των ασπρόμαυρων και των χρωματιστών πλάνων προκαλούν έντονες κιναισθητικές εντυπώσεις στο θεατή και τον μυούν στα μυστικά των αγγέλων (πώς μας βλέπουν οι άγγελοι), τον κάνουν να αισθάνεται πως είναι ο ίδιος (το βλέμμα του) ο φορέας της κίνησης, της ροής των εικόνων, της αφήγησης.
Οι εκπληκτικά συμπυκνωμένοι μονόλογοι προσφέρουν μία επιπλέον διάσταση στην αδιάκοπη διαδοχή των εικόνων, ενώ ο χρόνος πυκνώνει και αποκτά μια συνεχώς εμπλουτιζόμενη νοηματική συνοχή που μοιάζει περισσότερο ποιητική παρά λογική. Καθώς συντελείται η ενσάρκωση του όντος «αγγέλου» στις γήινες διαστάσεις του «ανθρώπινου» χώρου και το βαθμιαίο ερωτικό άνοιγμα των σωμάτων που συναντιούνται στο όριο των δύο κόσμων.
Η ταινία τελειώνει αφήνοντας ανοιχτή μια φωτεινή προοπτική, όπου ο χαμένος χρόνος μπορεί πάντα να ξανακερδηθεί.

Το παιδί όταν ήταν παιδί, πάντα ποθούσε να απογειωθεί, να δει τον κόσμο από ψηλά, να βρεθεί πέρα από τη περιορισμένη θνητότητα των πραγμάτων και ν' αδράξει τη φευγαλέα στιγμή, να δει και να ακούσει όσα κυκλοφορούν πέρα από το χώρο του αισθητού για τον άνθρωπο, να βιώσει μια πανταχού παρουσία, να διαστείλει τα όρια της ύπαρξης του πέρα από το γήινο σώμα του. Και το ίδιο ποθεί ακόμη και σήμερα.
Κι ο πόθος τους αυτός μπορεί να πραγματωθεί μόνο με τα φτερά που δίνει στο βλέμμα του η θέαση μιας τέτοιας ταινίας.
Οι άγγελοι υπάρχουν πια μόνο εκεί: στον κόσμο του σινεμά.

(Πρώτη δημοσίευση στο free press Εξώστης Νο 7,  στις αρχές του 1988)