(The Other Side of Hope)
του Aki Kaurismäki
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_toivon-tuolla-puolen.jpg

Στην θεωρία του κινηματογράφου, αλλά συχνά και στη συνείδηση του θεατή, υπάρχει ένα δίλημμα: από την μια πλευρά ο κινηματογράφος του δημιουργού (“ο καλλιτεχνικός κινηματογράφος” όπως συχνά τον αποκαλούν οι έμποροι του σινεμά) και από την άλλη το σινεμά των κινηματογραφικών ειδών. Αν το πρώτο διακρίνεται για την ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση και η απόρριψη των στερεοτύπων, το δεύτερο διακρίνεται για την υποταγή του στους κανόνες και τις ρυθμίσεις μας κινηματογραφικής συνταγής: αυτής που αρέσει στον θεατή και εξασφαλίζει τη προσέλευσή του.
Η ταινία Toivon tuolla puolen (The Other Side of Hope) του Aki Kaurismäki είναι μια περίπτωση όπου αποδεικνύεται ότι αυτό το δίλημμα -ή αντίθεση – είναι πλαστό. Σ' αυτήν ο Φιλανδός δημιουργός εφαρμόζει όλες τις ρυθμίσεις και τις αισθητικές του κινηματογραφικού είδους που ο ίδιος δημιούργησε, αυτή τη φορά με φόντο τη πόλη που κυριαρχεί στη φιλμογραφία του, το Helsinki: η δυτική (εδώ η φιλανδική) δυσαρέσκεια, η μουσική της δεκαετίας του 70 (εδώ περισσότερο στην ακουστική της φόρμα) ως ένα διάλειμμα, τα σταθερά πλάνα, ο φωτισμός -οι μισοφωτισμένοι και γεμάτοι σκιές εσωτερικοί χώροι-, τα μισοάδεια πλάνα, η στάση, το ιδιότυπο χιούμορ (σε πολύ λίγες σκηνές είναι αλήθεια), το φλέγον κοινωνικό θέμα (η προσφυγιά), η άφιξη του κατατρεγμένου, η ανθρωπιστική οπτική.
Ναι, όπως έχει καταλάβει ο υποψιασμένος αναγνώστη, ό,τι βλέπουμε είναι μια ανακατασκευή της προηγούμενης ταινίας του σκηνοθέτη Le Havre (2011). Όμως εδώ -και ως διαφοροποίηση μάλλον στην συνταγή του κινηματογραφικού είδους θα πρέπει να το δούμε- δεν υπάρχει το ψυχολογικό βάθος και η σκιαγράφηση του Δυτικού κεντρικού χαρακτήρα (μάλλον ως νια φιγούρα με συμβολικό βάρος θα πρέπει να ιδωθεί). Ούτε βέβαια οι περιπλοκές στην πλοκή και στη δράση. Εφαρμόζοντας με τον πιο ακραίο τρόπο, ακόμα και για το μινιμαλιστικό του σινεμά, την αισθητική της λιτότητας, ο Aki Kaurismäki διαχειρίζεται αφηγηματικά και δραματουργικά, χαρακτήρες -σύμβολα, χωρίς ψυχολογικό βάθος και μια πλοκή ισχνή και σχεδόν προσχηματική. Η ταινία στερείται κάθε αυτονομίας, και αποκτά σάρκα και οστά μόνο αν τοποθετηθεί μέσα στα πλαίσια της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη: καλείται ο υποψιασμένος θεατής να συμπληρώσει τα κενά με βάση τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη.
Ωστόσο, η ταινία διαθέτει κάθε ελκτικό στοιχείο που θα αφήσει ικανοποιημένο τον θεατή, πιστό  ακόλουθο του κινηματογραφικού είδους “Aki Kaurismäki”. Και γι' αυτό τον λόγο, πάντα ενταγμένη μέσα στα πλαίσια του κινηματογραφικού είδους, έχει την αξία της...

Δημήτρης Μπάμπας

Σχετικά με την ταινία
Η ταινία αφηγείται δύο ιστορίες που συγκλίνουν περίπου στο μέσο της αφήγησης. Στην πρώτη κεντρικό πρόσωπο είναι ο Khaled, ένας Σύριος πρόσφυγας. Λαθρεπιβάτης σ’ ένα φορτηγό άνθρακα, καταλήγει στο Ελσίνκι, όπου αιτείται άσυλο χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας. Στη δεύτερη ο Wikström, ο κεντρικός χαρακτήρας, είναι ένας πλασιέ που πουλά γραβάτες και ανδρικά πουκάμισα. Αντί όμως να εξασκεί το επάγγελμά του να αποφασίζει να τα ποντάρει όλα στο πόκερ. Για καλή του τύχη κερδίζει και με τα κέρδη αγοράζει ένα εστιατόριο στην πιο απομακρυσμένη συνοικία του Ελσίνκι. Όταν οι αρχές απορρίπτουν την αίτησή του για άσυλο, ο Khaled αποφασίζει να παραμείνει στη χώρα παράνομα, όπως και τόσοι άλλοι που μοιράζονται τη ίδια μοίρα. Ζει στους δρόμους και αντιμετωπίζει όλες τις μορφές ρατσισμού. Παράλληλα, όμως γνωρίζει κάποιους ροκντρολίστες αλλά και την φιλία. Μια μέρα ο Wikström ανακαλύπτει τον Khaled να κοιμάται στην πίσω αυλή του εστιατόριου του. Και αυτή είναι η αρχή μιας αληθινής φιλίας...

(πηγή κατάλογος Φεστιβάλ Βερολίνου)