(Ακριβώς το τέλος του κόσμου)
του Xavier Dolan
(σχετικά με την ταινία)
 juste-la-fin-du-monde.jpg

Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ο Louis (Ulliel) ένας γκέι συγγραφέας επιστρέφει πίσω στη πόλη που μεγάλωσε, στην ύπαιθρο της Γαλλίας. Είναι βαριά άρρωστος και σχεδιάζει να ανακοινώσει στην οικογένειά του τον επερχόμενο θάνατο του. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται σύμφωνα με τις προθέσεις του.
Ο Xavier Dolan, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: "Επιτέλους κατάλαβα τα λόγια, τα συναισθήματα, τις σιωπές, τους δισταγμούς, τη νευρικότητα, τις ανησυχητικές ρωγμές στους χαρακτήρες που δημιουργήθηκαν από τον Jean-Luc Lagarce."
Με τους Gaspard Ulliel, Marion Cotillard, Lea Seydoux, Vincent Cassel, Nathalie Baye.

Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη

Ήταν το 2010 ή 2011 ήδη, δε θυμάμαι. Λίγο μετά το «Σκότωσα τη μητέρα μου», ήμουν στο σπίτι της Αν Ντορβά- κάτι που μου έχει γίνει με τα χρόνια συνήθεια, να μιλάμε, να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον, να κοιτάμε φωτογραφίες ή απλά να σκοτώνουμε χρόνο σιωπηλά. Περίπου τότε ήταν που μου ανέφερε ένα εκπληκτικό θεατρικό που είχε τη χαρά να συμμετέχει. «Δεν είχα ποτέ  ξανά την ευκαιρία να πω και να υποδυθώ πράγματα γραμμένα με τέτοιο τρόπο, στην καθομιλουμένη αλλά τόσο εξαντλητικά συγκεκριμένα», μου είπε. Πίστευε επίσης ότι είχα την υποχρέωση να το διαβάσω. Μου έδωσε μάλιστα το δικό της αντίγραφο γεμάτο σημειώσεις για το θεατρικό. Αντιθέτως με όσα μου υποσχέθηκε η Αν, ένοιωσα μια αδιαφορία για το σενάριο, μια απάθεια για τη γλώσσα. Εξαιτίας κάποιου πνευματικού μπλοκαρίσματος δε μπορούσα να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες ή την ιστορία και δε μπορούσα να αγαπήσω το θεατρικό που η φίλη μου λάτρευε. Το άφησα στην άκρη και δε το αναφέραμε ξανά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά το Mommy, σκεφτόμουν πολύ έντονα αυτό το βιβλίο που είχα αφήσει κάπου στη βιβλιοθήκη μου. Εκείνο το καλοκαίρι ξαναδιάβασα- ή μάλλον καλύτερα διάβασα- το Ακριβώς το τέλος του κόσμου κι αυτή τη φορά ήξερα ότι θα ήταν η επόμενη ταινία μου. Και η πρώτη μου ως άντρας. Μπορούσα επιτέλους να καταλάβω τις λέξεις, τα συναισθήματα, τις σιωπές, τους δισταγμούς, την ανασφάλεια, τα αληθινά ελαττώματα των χαρακτήρων του Ζαν Λυκ Λαγκάρς /Jean-Luc Lagarce.. Προς υπεράσπιση του έργου, πρέπει να ομολογήσω ότι δε του έδωσα πραγματική ευκαιρία παλιότερα. Προς υπεράσπιση δική μου, ακόμη κι αν είχα βάλει τα δυνατά μου, δε θα το είχα καταλάβει. Ο χρόνος έχει τον τρόπο του με τα πράγματα, και η Αν είχε δίκιο φυσικά.
(...) Όταν άρχισα να λέω στους φίλους μου ότι η επόμενη ταινία μου θα ήταν το «Ακριβώς το τέλος του κόσμου», υπήρχε διάχυτος σκεπτικισμός και  καλοπροαίρετες φοβίες. Από την Αν, μεταξύ άλλων, ή τον Πιέρ Μπερνάρντ που είχαν δουλέψει ξανά στο έργο στο Μόντρεαλ το 2001. Η Αν με παρότρυνε να διαβάσω ένα κείμενο, όπως είπε και η ίδια φτιαγμένο για μένα, που ξάφνικα με έκανε να αναρωτηθώ αν είναι πραγματοποιήσιμο το πλάνο μου. «Πως θα διατηρήσεις τη γλώσσα του Λαγκάρς;» με ρώτησε. «Αυτό κάνει το έργο τόσο δυνατό. Από την άλλη, δε θεωρώ ότι είναι κινηματογραφικό. Αν χάσεις αυτό, ποιό το νόημα να διασκευάσεις Λαγκάρς;» Πράγματι. Δεν ήθελα να το χάσω. Αντίθετα, η πρόκληση ήταν να τη διατηρήσω όσο το δυνατό περισσότερο. Τα θέματα του Λαγκάρς, τα συναισθήματα των χαρακτήρων, είτε δυνατά ή σιωπηλά, οι ατέλειες τους, η μοναξιά τους, οι μετάνοιες τους, το αίσθημα κατωτερότητας- φυσικά όλα αυτά φαίνονται τόσο οικεία σε όλους φαντάζομαι. Αλλά αυτή η γλώσσα, μου ήταν ξένη. Γεμάτη αδεξιότητα και γραμματικά λάθη. Οι περισσότεροι συγγραφείς θα διέγραφαν τις επαναλήψεις κι οτιδήποτε περιττό, αλλά ο Λαγκάρς τα κράτησε και τα αγκάλιασε. Ήθελα οι λέξεις του Λαγκάρς να ειπωθούν όπως τις είχε σκεφτεί. Χωρίς συμβιβασμούς. Η κληρονομιά του βρίσκεται στις λέξεις του και το έργο του έχει σημαδέψει τον καιρό μας. Το θέατρο πρέπει να είναι αισθητό στις ταινίες. Οι ταινίες το χρειάζονται, έτσι δεν είναι;
-Ξαβιέ Ντολάν


(πηγή κατάλογος Φεστιβάλ Καννών 2016, σημειώσεις για την παραγωγή)