της Lisa Azuelos
(οι δηλώσεις της σκηνοθέτιδος)
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν φαν της Δαλιδά πριν κάνω την ταινία. Κατά κάποιον τρόπο, κάπως μου επιβλήθηκε! Μόλις άρχισα την έρευνα, ένιωσα μια οικειότητα μαζί της και, καθώς περνούσε ο καιρός, ο δεσμός έγινε ολοένα ισχυρότερος. Η Δαλιδά δεν ήταν απλώς μια γυναίκα που έσπασε πολλά ρεκόρ -κέρδισε περισσότερα βραβεία από οποιοδήποτε Γάλλο καλλιτέχνη, πούλησε 170 εκατομμύρια δίσκους, ηχογράφησε 2.000 τραγούδια και είχε 70 χρυσούς δίσκους- ήταν επίσης ένα εξαιρετικό άτομο. Η ζωή της ήταν απίστευτη και τραγική, σα μυθιστόρημα. Η φήμη της, καλή και κακή, συναγωνίζονταν την μοναξιά της. Γρήγορα κατάλαβα ότι πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας που δεν βρήκε ποτέ την ευτυχία. Ήθελα να τιμήσω τη μνήμη της – να κάνω τους ανθρώπους να καταλάβουν το ποια ήταν και να συγχωρέσουν την τελευταία, απελπισμένη πράξη της. Ήταν άτυχη: ήταν μια γυναίκα μοντέρνα σε μια εποχή που ήταν κάθε άλλο παρά μοντέρνα.
(...) Τίποτα δεν είναι απλό όταν έχεις να κάνεις με έναν τόσο σημαντικό και περίπλοκο χαρακτήρα! Το πρότζεκτ άλλαξε προσέγγιση, πρωταγωνίστρια και οπτική γωνία αρκετές φορές. Κι όμως, πάντα ήξερα ότι θα φτάσω εκεί που ήθελα γιατί ένα μέντιουμ μού είχε πει το 2012 ότι η Δαλιδά είναι χαρούμενη που θα αφηγηθώ την ιστορία της. Όταν απάντησα ότι είχα γράψει το σενάριο, αλλά το πρότζεκτ είχε εγκαταλειφθεί, το μέντιουμ απάντησε ότι σε τέσσερα χρόνια η ταινία θα γίνει και θα τη σκηνοθετήσω εγώ. Ακόμη κι αν δεν πιστεύει κανείς σε αυτά, αυτό όντως συνέβη!
(...) Νομίζω ότι η παιδική της ηλικία, και ειδικά η σχέση της με τον πατέρα της, εξηγεί πολλά για τις σχέσεις της με τους άνδρες κατά τη διάρκεια της ζωής της. Η ζωή και ο θάνατός της είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Επιπλέον, όλες οι διαφορετικές φάσεις της ζωής της ως καλλιτέχνη και γυναίκας είναι συναρπαστικές: από τα χρόνια του Σαν Ρέμο ως και τα χρόνια της ντίσκο. Θα ήταν τόσο δύσκολο να αφήσω κάτι έξω!
(...) Η ανάμιξή του [του Ορλάντο, του αδελφού της Δαλιδά και παραγωγό της] ήταν κάτι σα δίχτυ προστασίας, ένας τρόπος να διασφαλίσουμε ότι η πραγματική ιστορία της Δαλιδά θα αποκαλύπτονταν. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε τον ίδιο απώτερο σκοπό: να κάνουμε τη Δαλιδά να μείνει στην αιωνιότητα. Ο Ορλάντο είχε μόνο τρεις όρους: να εγκρίνει το σενάριο, να επιλέξει την ηθοποιό που θα έπαιζε την αδερφή του και να επιλέξει τον ηθοποιό που θα υποδυόταν τον ίδιο. Σε αντάλλαγμα, μου έδωσε απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Συχνά έγραφα οδηγημένη από το ένστικτο και τη φαντασία μου. Δεν θα μπορέσω ποτέ να τον ευχαριστήσω αρκετά για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε.
(...) Ήξερα ότι δεν θα είναι μια feelgood ταινία ακριβώς, αλλά ήξερα επίσης ότι υπήρχαν δύο πλευρές στο χαρακτήρα της: από τη μία ήταν μια πολύ μοναχική γυναίκα, αλλά από την άλλη, όταν τραγουδούσε, έλαμπε. Γι’ αυτό επέλεξα να πω την ιστορία της μέσα από τους άνδρες που αγάπησε και τα τραγούδια που είπε. Έζησε και στιγμές μεγάλης ευτυχίας, πάντως.
(...) [Η Δαλιδά] Έχει μια τεράστια θέση στη ζωή μου και πάντα θα έχει! Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω την ταινία, αισθανόμουν ότι δεν είναι μακριά από μένα και ακόμη το πιστεύω. Κατανοώ απόλυτα την εκστρατεία της για το απόλυτο και τη δίψα της για αληθινή αγάπη, όχι το είδος με το οποίο συμβιβαζόμαστε συνήθως. Μου έμαθε να μην αφήνομαι σε μια σχέση. Χάρη στη Δαλιδά, είμαι η καλύτερη φίλη του εαυτού μου. Πιστεύω ότι θα τα πηγαίναμε περίφημα, αφού, πέρα από ταλαντούχα και όμορφη, ήταν και ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος. Είμαι περήφανη και χαρούμενη που φέραμε τη ζωή της ξανά στο προσκήνιο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)