O Αυστριακός σκηνοθέτης επιστρέφει με τη νέα του ταινία «Happy End» και πρωταγωνίστρια τη μούσα του Isabelle Huppert. Μαζί της οι Toby Jones, Mathieu Kassovitz και Jean-Louis Trintignant.
Πρόκειται για την ιστορία μιας αστική οικογένειας η οποία ζει στην πόλη του Calais και έρχεται αντιμέτωπη με την προσφυγική κρίση. H οικογένεια είναι κλεισμένη στο δικό της μικρόκοσμο και δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που συντελούνται έξω από την πόρτα της. Την ταινία συνοδεύει ο τίτλος «τα πάντα γύρω μας, ο κόσμος, κι εμείς, ανάμεσά τους, τυφλοί».
Η ταινία περικλείει γνωστά θέματα της κινηματογραφίας του Michael Haneke, όπως τη δυσλειτουργία της οικογένειας, τις συγκρούσεις των γενεών, την απόκρυψη ή απώθηση της ενοχής. Περισσότερο όμως συνδέεται ατμοσφαιρικά με το Amour, την προηγούμενή του ταινία . Ο τρόμος του Θανάτου αιωρείται κι εδώ.
Ο Michael Haneke δηλώνει σε συνέντευξή του: «Κάθε ταινία ή έργο τέχνης απεικονίζει την κοινωνία μέσα στην οποία δημιουργείται. Το θέμα είναι σε τι βαθμό εμείς , οι πολίτες των εύπορων χωρών, προσπαθούμε να αγνοήσουμε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, στις φτωχότερες χώρες. Ασχολούμαστε μόνο με τον εαυτό μας, είμαστε σε μόνιμη ομφαλοσκόπηση. Και ενδιαφερόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο για τους ανθρώπους στις πλάτες των οποίων βασιζόμαστε.» Σχετικά με την ταινία αρνείται να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που εγείρει δηλώνοντας ότι ο θεατής θα δώσει τη δική του ερμηνεία. « Στα έργα μου προσπαθώ να δώσω κάποια στοιχεία στους θεατές και αφήνω τη δουλειά να γίνει μέσα από την καρδιά τους. Ελπίζω να πορεύομαι στη ζωή με μάτια ανοιχτά. Δυστυχώς δεν μπορούμε να μιλάμε για τη σημερινή κοινωνία χωρίς να αναφερόμαστε στην τυφλότητά της… Φυσικά η ταινία αφήνει μια πικρή γεύση. Δεν αφορά όμως μόνο τη Γαλλία. Το πρόβλημα υπάρχει σε όλη την Ευρώπη. Το θέμα της είναι τελικά ο τρόπος ζωής μας.» Και επειδή η ταινία αναφέρεται και στους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας ο Haneke δηλώνει σχετικά : « Είναι απολύτως αδύνατο να φανταστούμε πού θα έχουμε φτάσει σε είκοσι χρόνια. Και σε ποιο βαθμό η ψηφιακή τεχνολογία θα έχει αλλάξει τη ζωή μας. Ειδικά στο χώρο των media που με έχει απασχολήσει αρκετά. Δεν είναι όμως ο τρόπος που επικοινωνούμε το θέμα της ταινίας . Στην πραγματικότητα ελπίζω ο θεατής που θα βγει από αυτήν να μη μπορεί να βρει ένα κυρίαρχο θέμα.»
Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη
(...) Αν δεν αναπτύσσεις εμμονή με αυτό με το οποίο ασχολείσαι, τότε δεν ανήκεις στη δουλειά αυτή, ή σε όποια καλλιτεχνική έκφραση. Δεν είναι επιλογή, δεν αποφάσισα δηλαδή να είμαι εμμονικός. Απλώς έτσι είμαι! Δε μου αρέσει όταν δε δουλεύει η σκηνή – αν δε μου βγει, επιμένω μέχρι να βγει.
(...) Η ερμηνεία των ταινιών μου είναι θέμα του θεατή. Προσπαθώ να αφήνω στοιχεία στον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετώ και έπειτα αφήνω τη δουλειά σε εκείνους. Ελπίζω ότι ζω τη ζωή μου με ανοιχτά μάτια. Και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την σημερινή κοινωνία, χωρίς να αναφέρουμε την τυφλή κατάσταση μέσα στην οποία ζούμε. Δεν αναζητώ ποτέ μια μόνο θεματική – αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί. Πρέπει να με αγγίξει κάτι για να μπορέσω να γράψω κάτι βαθύτερο. Φυσικά, η ταινία έχει μια αίσθηση πικρίας για τον τρόπο που ζούμε. Αλλά αυτή δεν είναι μια ταινία που μιλάει για ένα γαλλικό πρόβλημα… είναι παντού στην Ευρώπη. Το θέμα είναι ο τρόπος ζωής μας.
(...) Από τη πρώτη μου κιόλας ταινία ασχολήθηκα με τα media και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε, αλλά αυτό δεν είναι το κυρίαρχο θέμα της ταινίας. Μάλιστα, θα προτιμούσα οι θεατές να βγουν από την ταινία και να μην έχουν εντοπίσει ένα κυρίαρχο θέμα στην ταινία.
(...) Συλλέγουμε ‘χρώματα’ για έναν χαρακτήρα και ταυτόχρονα χτίζουμε μια πραγματική πλοκή. Αν και σε αυτή τη ταινία, δεν υπάρχει πλοκή – είναι μια ιστορία. Με κάθε ταινία δουλεύω διαφορετικά. Αλλά πριν γράψω τις σκηνές και τους διαλόγους, προσπαθώ να έχω βρει την αρχιτεκτονική του σεναρίου. Ο στόχος μου είναι να λέω όσο το δυνατόν λιγότερα για να προκαλώ το μεγαλύτερο δυνατό, με απλό τρόπο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, δημοσιεύματα του τύπου, κατάλογος φεστιβάλ Καννών. επιμέλεια Π.)