του Gabe Klinger
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_porto.jpg

Ένας άνδρας, μια γυναίκα, η πόλη, το Porto: η αμερικάνικη αυτή ανεξάρτητη ταινία συνομιλεί τόσο με μια κινηματογραφία –την ανεξάρτητη αμερικάνικη (βλ. τις περιπλανήσεις του ζεύγους σε τόπους ιδιαίτερους του Richard Linklater όπως το Before Sunrise,)- όσο και με μια αισθητική -τις γεμάτες πυκνωμένο συναίσθημα κινηματογραφικές αναμνήσεις του κινέζου Wong Kar-wai.
Η αφήγηση της ταινίας εστιάζει σε μια ερωτική συνάντηση, ενός νεαρού αμερικάνου, του Jake (που υποδύεται ο πρόωρα χαμένος Anton Yelchin) και της μεγαλύτερης σε ηλικία γαλλίδας αρχαιολόγου, της Mati (που υποδύεται η γοητευτική Lucie Lucas). Ακολουθώντας τους τρόπους μιας αφήγησης μη-γραμμικής, ο σκηνοθέτης εστιάζει τόσο στην ίδια τη βραδιά, όσο και στο τι αυτή προκάλεσε: τις πυκνωμένες και πυρωμένες αναμνήσεις, τις συναισθηματικές αναταράξεις και αντανακλάσεις, τους απόηχους στην ψυχή και την καρδιά. Παράλληλα, χωρίζοντας σε τρία τμήματα την αφήγηση, ο σκηνοθέτης ενθέτει τόσο τις προσωπικές οπτικές -στα δύο πρώτα τμήματα- όσο και τις πιο αποστασιοποιημένες οπτικές –στο τρίτο. Ενώ, παράλληλα δημιουργεί ένα διάλογο ανάμεσα στην πόλη –τον κρυφό πρωταγωνιστή της ταινίας- και τα πρόσωπα και τα συναισθήματά τους. Υπάρχει ένας εμφανής «φετιχισμός» του πλάνου, ένας «φορμαλισμός» κάτι μάλλον σπάνιο στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο.
Οι εναλλαγές στους χρόνους, αλλά και στις δραματικές και συναισθηματικές εντάσεις των διαφόρων επεισοδίων της αφήγησης, από το σκηνοθέτη σημαίνονται με τη χρήση διαφορετικών φορμά: άλλοτε 4:3 άλλοτε 16:9,άλλοτε φιλμ 35mm, 16 mm και άλλοτε Super 8. Αυτή η χρήση των διαφορετικών φορμά επιβάλλει και διαφορετικές οπτικές από την πλευρά του θεατή: το φορμά των 16:9 μοιάζει να ‘ναι μια άλλη ταινία από το γυρισμένο σε 16 mm και Super 8 μέρος. Αυτό το τελευταίο ακολουθεί μια γραφή ιμπρεσιονιστική και ελεύθερη στη μορφή, με το πρώτο να είναι περισσότερο συμβατικό και δραματικό, με τους διαλόγους να κυριαρχούν και να επικρατούν στο τέλος. Οι εναλλαγές στα φορμά δεν είναι λοιπόν μόνο εναλλαγές στους αφηγηματικούς χρόνους, αλλά και εναλλαγές στο ύφος, στη διάθεση -με το μέρος στα 16 mm και Super 8 να ‘ναι μελαγχολικό, σχεδόν σκοτεινό. Ωστόσο, ό,τι συχνά μοιάζει ως ένα ελάττωμα της σκηνοθεσίας –η απουσία δηλαδή μιας σαφούς κατεύθυνσης-, κάποιες φορές γίνεται και το πλεονέκτημά της: η ταινία διαθέτει τις αρετές ενός παλιού δίσκου βινυλίου μουσικής τζαζ –κάποια κομμάτια στιγματίζονται από μια ελαφρότητα στη μελωδία και στον τόνο, ενώ άλλα από μια μελαγχολική διάθεση.

Δημήτρης Μπάμπας