(Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς)
του Raoul Peck
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_the-young-karl-marx.jpg

Λαμπρός διανοητής που σφράγισε τον 20ο αιώνα, ο Κάρολος Μαρξ έχει τοποθετηθεί από τους πιστούς ακόλουθούς του στο βάθρο ενός ιερού -του ιερού της ριζοσπατικότητας-, όπου οι μόνες αρμόζουσες χειρονομίες είναι λατρευτικές -ή χλευαστικές αν ανήκετε στους «απίστους».
Το πρόσωπό του δεν απεικονίζεται συχνά στον κινηματογράφο: πέραν των ντοκιμαντέρ, καμία ταινία μυθοπλασίας στο δυτικό κόσμο δεν αποτυπώνει τη μορφή του και μόνο μία από το (πρώην) σοβιετικό μπλοκ διαπραγματεύεται τη ζωή του -Year as Life (Azerbayzhana Mambetova & Grigory Roshal, 1966).  Αυτό είναι σίγουρα κάτι άξιο σχολιασμού, δεδομένης της τάσης του κινηματογράφου να ανακαλύπτει συνεχώς ιστορίες (ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν) και να αναζητά πρόσωπα της πραγματικής ζωής (ακόμα και αν αυτά έζησαν ζωές αδιάφορες). Ο Κάρολος Μαρξ είναι ένα πρόσωπο ταμπού (με την κυριολεκτική σημασία του όρου) τόσο για τους «πιστούς», όσο και για τους «απίστους». H (υλική) ζωή του, οι σχέσεις του, η καθημερινότητά του είναι  καλυμμένη από τη  δύναμη (και την κυριαρχία) των ιδεών του. Θεοποιημένος από τους πιστούς του, δαιμονοποιημένος από τους εχθρούς του. Απλησίαστος και απόμακρος ως ανθρώπινη φιγούρα: καμία εικόνα του στον κινηματογράφο, καμία ιστορία. Μόνο η περίφημη  φωτογραφία του, όπου απεικονίζεται πάντα με το ύφος ενός συνοφρυωμένου ηλικιωμένου, και οι επίσημες γραφιστικές απεικονίσεις των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι ό,τι κυριαρχεί του αληθινού προσώπου.
Μια πρώτη, και  ασφαλώς ευπρόσδεκτη συνέπεια αυτής της βιογραφικής ταινίας  που εστιάζει στη νεότητα του γερμανού διανοητή, είναι ο εξανθρωπισμός του λατρευτικού ειδώλου, η κάθοδός του από το βάθρο του ιερού και η επιστροφή του στον κανονικό κόσμο.
Η ταινία εστιάζει στα νεανικά του χρόνια, δηλαδή την περίοδο πριν τη συγγραφή του Κομουνιστικού Μανιφέστου, όταν ο Μαρξ (στο ρόλο ο August Diehl) εξόριστος σε μια Ευρώπη που φλεγόταν από τις φλόγες των κοινωνικών αναταραχών, περιπλανιέται από χώρα σε χώρα. Έγγαμος με παιδιά, παντρεμένος με γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες, ταγμένος πάντα στο πλευρό των εργατών, ο Κάρολος Μαρξ βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με τις δυσκολίες του βιοπορισμού.  Συμπαραστάτη στις δυσκολίες της βιοτής, αλλά και σύντροφο στις περιπέτειες και τους αγώνες του στοχασμού βρίσκει στο πρόσωπο του Φρίντριχ Ένγκελς, γόνο ενός βιομήχανου (στο ρόλο ο Stefan Konarske).  Τις διαδρομές της φιλίας τους ακολουθούν οι δυο σεναριογράφοι: ο αϊτινός σκηνοθέτης συνεπικουρούμενος από τον σκηνοθέτη και κριτικό Pascal Bonitzer. 
Ο σκηνοθέτης, υπό το βάρος  της Ιστορίας και της προσωπικότητας του κεντρικού χαρακτήρα, ακολουθεί τα ειωθότα και τις συμβάσεις του είδους της βιογραφικής ταινίας -δηλαδή, εστιάζοντας στα της προσωπικής ζωής και των σχέσεων του, αγιογραφώντας εντέλει τον Μαρξ, δημιουργεί τα συνήθη δίπολα Καλού-Κακού.  Και η επιλογή αυτή μοιάζει τόσο παράταιρη με την ριζοσπαστικότητα των ιδεών του Μαρξ στις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές: βρισκόμαστε λίγο πριν τις επαναστάσεις του 1848 που συντάραξαν τις απολυταρχίες της Ευρώπης. Όμως είναι ακριβώς αυτές οι συμβατικότητες και τα τετριμμένα -η ερωτική ζωή, οι αντιπάθειες και οι συμπάθειες, οι περιπλοκές των σχέσεων, οι δυσκολίες της καθημερινότητας- που «απο-αγιοποιούν» και γειώνουν το κεντρικό πρόσωπο, που το κατεβάζουν από το βάθρα της ιερής ριζοσπαστικότητας και το επιστρέφουν στον κανονικό κόσμο. Που αντιμάχονται την εικόνα του βλοσυρού ηλικιωμένου, ή την γραφιστική του απεικόνιση στις επίσημες αφίσες των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ό,τι παρακολουθήσαμε εντέλει ήταν μια συμβατική βιογραφία ενός όχι και τόσο συμβατικού προσώπου...

Δημήτρης Μπάμπας