Η εξιδανίκευση της πατρικής φιγούρας που τόσο έχει αναλυθεί επιστημονικά μαζί, επίσης, με το ζήτημα της απώλειας σε νεαρή ηλικία αποτελεί το θέμα αυτής της θαυμάσιας ταινίας από έναν μεγάλο εκπρόσωπο του ουγγρικού σινεμά. Η ειδοποιός διαφορά που απογειώνει αυτό το φαινομενικά μόνο γλυκόπικρο έργο σε συγκλονιστική εμπειρία είναι η σύνδεση της φαντασιακής απεικόνισης του χαμένου πατέρα, μαζί με ό,τι εξιδανικευμένο πλάθεται από αυτή στο νου και την ψυχή του νεαρού Takó, με κομβικά ιστορικά γεγονότα της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της μεταπολεμικής συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας της Ουγγαρίας.
Η ταινία του (μετέπειτα οσκαρικού) Istvan Szabó εγκαθίσταται στην Ιστορία αφού επιλέγει τα πρώτα της πλάνα από τον πόλεμο και συγκεκριμένα από την πολιορκία της Βουδαπέστης. Από την Ιστορία και τον χαμένο στον πόλεμο πατέρα του μικρού Takó διανύεται αμέσως το διάστημα που οδηγεί στη Μυθολογία του φαντασιακού. Στις παραστάσεις του γιού του ο πατέρας καταλαμβάνει πάντα την κυρίαρχη θέση, είτε μέσα από το λειτούργημα του χειρούργου, είτε για τις πολεμικές του δεξιότητες ή ακόμη και για την ταξική του συνείδηση. Με τη μετάβαση στην ενηλικίωση, η φαντασία υποχωρεί και η πραγματικότητα εισβάλλει στον κόσμο του Takó με ποικίλους τρόπους, ένας εκ των οποίων, ιδιαίτερα εντυπωσιακός, αφορά στον ίδιο τον Χρόνο και το ρολόι του πατέρα του που αναζητά ο Takó στο μαγαζί του ρολογά αλλά δεν μπορεί να το διακρίνει από τα υπόλοιπα! Ωραιότατο μοτίβο απομυθοποίησης της χαρισματικής, όπως την έχει πλάσει η ψυχή του Takó, προσωπικότητας του πατέρα, αλλά και οπτικό αίτημα της δημιουργίας ενός νέου Χρόνου για τον Takó, ανεξάρτητα από αυτό τον οποίο κουβαλά ως ιστορικό/φαντασιακό φορτίο.
Με πενιχρά οικονομικά και τεχνικά μέσα ο Szabó φιλμάρει εντυπωσιακά το κυνηγητό των αντιστασιακών από τους ναζί με μοτοσυκλέτες να καταδιώκουν τον πατέρα σε πλατείες, σε υπαίθριες σκάλες και δράση που περιλαμβάνει συγκρούσεις και tête-à-queue! Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως είναι η σκηνή πάλης μεταξύ του πατέρα-αντιστασιακού και του ναζί στην αποθήκη με τις γυάλινες μποτίλιες και την θραύση τους να μετατρέπεται σε αλησμόνητο οπτικοακουστικό σημαινόμενο.
Ο Takó βυθίζεται στη δίνη της λήθης, σαν το ρολόι που έχει σταματήσει μπρος στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου που εκτυπώνεται στη συλλογική ταυτότητα. Όμως η ταινία αποκτά και τη διάσταση της πραγματείας για το ανήκειν, αφού τα ερωτήματα της ιδεαλιστικής εξέγερσης του 1956 απέναντι στους Σοβιετικούς μεγεθύνονται από την πραγματιστική συμφιλίωση, τα βαρίδια της οποίας θάβονται στη λάσπη του Auschwitz και του Mauthausen με διαρκώς στο φόντο το ερώτημα για τυχόν εβραϊκές ρίζες του Takó και της φιλενάδας του Anni. Και μέσα σε αυτό το δαίδαλο της ατομικής συγκρότησης στα συλλογικά γεγονότα που την υπερβαίνουν, οι δύο ερωτευμένοι νέοι μετατρέπονται σε κομπάρσους μιας ταινίας (ή μήπως και της Ιστορίας;) για το ολοκαύτωμα με τον αθώο και γλυκύτατο Takó να αλλάζει μονομιάς στολή και ρόλους –εξαίρετη αναστοχαστική χειρονομία για τη σχέση του σινεμά με την αλήθεια (δεν είναι η μόνη, αφού έχει προηγηθεί το πλάνο της ρεκλάμας του «Μεγάλου Δικτάτορα» στο σινεμά της γειτονιάς), και, επιπλέον διεισδυτική κοινωνιολογική ματιά περί δύναμης των ρόλων αλλά και της ρευστότητάς τους. Ρευστότητα όμως και του ιστορικού ρου, καθώς δίπλα στα νερά του Δούναβη όπου φλερτάρουν οι δύο νέοι, «αναδύονται», στην εξαιρετική σκηνή με τους κολυμβητές, τα κουφάρια των Εβραίων που οδηγήθηκαν σε πνιγμό κατά τον πόλεμο. Σαν την αποσπασματική δομή της ταινίας η οποία περιπλέκει την προσδοκία του θεατή για αφηγηματική γραμμικότητα, έτσι και η μνήμη του Takó δεν επαρκεί πλέον για την ανασυγκρότηση των ιστορικών γεγονότων στην προσπάθειά του, ασυνείδητη προφανώς, να εντοπίσει το πατρικό υποκατάστατο.
Θαυμάσια η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Sándor Sára και δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τον Takó σαν απόσπασμα από τα βιώματα και την προσωπικότητα του ίδιου του Szabó.
Σπύρος Γάγγας
Apa / Father (István Szabó, Hungary, 1966)