της Valeska Grisebach
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_western.jpg

Η γερμανίδα σκηνοθέτις Valeska Grisebach/ Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ επιστρέφει μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής με ένα δικό της Γουέστερν. Στον δικό της ορισμό αυτού του ανδροκρατούμενου είδους, οι καουμπόηδες είναι οι Γερμανοί υπάλληλοι μιας κατασκευαστικής εταιρείας που αναλαμβάνει έργα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι ινδιάνοι είναι οι Βούλγαροι γηγενείς που φαντάζουν εξωτικοί –άλλοτε διασκεδαστικοί κι άλλοτε επικίνδυνοι– στα μάτια των εισβολέων, αλλά η Δύση παραμένει άγρια και σταθερά προσανατολισμένη στην «ανάπτυξη». Μέσα από τα μάτια ενός μοναχικού παρατηρητή που επιβλέπει ένα μεγάλο έργο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας σύγκρουσης πολιτισμών.
Στο περιοδικό Variety,  ο Guy Lodge σημειώνει: «Δεν υπάρχουν άμαξες και καουμπόηδες σε αυτό το οξυδερκές δράμα πολιτισμικών συγκρούσεων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μεταξύ ντόπιων και νεοφερμένων Γερμανών εργατών, ωστόσο το πνεύμα του Τζον Φορντ είναι εδώ. Η Μάρεν Άντε είναι ανάμεσα στους παραγωγούς της ταινίας, αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν, το Γουέστερν λειτουργεί ως ένας εντυπωσιακός συνοδοιπόρος του Τόνι Έρντμαν. Παρόλο που οι δύο ταινίες είναι διαφορετικές ως προς τη σκηνοθεσία και την πλοκή, και οι δύο εξετάζουν την παρουσία γερμανικών εταιρειών στην Ανατολική Ευρώπη εστιάζοντας στις πολιτικές και πολιτιστικές διχόνοιες που έχουν επιφέρει. Χωρίς να κάνει πολιτικές δηλώσεις αλλά δίνοντας τον πρώτο λόγο στις συναισθηματικές συγκρούσεις και την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των ηρώων, το Γουέστερν θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αντανάκλαση της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση  σήμερα, αν και ταυτόχρονα πολλές από τις προσωπικές διαμάχες των χαρακτήρων υποκρύπτουν και έναν πιο γενικευμένο φόβο για τον άλλον, τον διαφορετικό από εμάς».    
Ο Boyd van Hoeij στο περιοδικό Hollywood Reporter γράφει: «Ο άσος στο μανίκι της σκηνοθέτιδας είναι ο πρωταγωνιστής Νόιμαν, ο οποίος με το σκληροτράχηλο πρόσωπο του, το τυπικό γερμανικό μουστάκι και τους κύκλους γύρω από τα μελαγχολικά μάτια του, δεν αφήνει την κάμερα να φύγει από κοντά του ακόμα κι όταν είναι σιωπηλός. Πραγματικά, αν και δεν μοιάζουν φυσιογνωμικά κάποιες στιγμές θα μπορούσε να είναι ο ξάδερφος του Κλιντ Ίστγουντ».
Η Manohla Dargis στην εφημερίδα New York Times γράφει: «Ένας Γερμανός ξεχωρίζει ολοένα και περισσότερο, ως ο μοναχικός ήρωας, σε μια ιστορία που τη νιώθεις οικεία όπως μια ταινία του Τζον Φορντ, και μάλιστα μία που εστιάζει στη δυσαρέσκεια και την αποξένωση που επικρατεί στη σύγχρονη Ευρώπη. Η Γκρίζεμπαχ έχει ταλέντο στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα και αίσθηση του τόπου και των προσώπων που τα έχει σμιλέψει ο χρόνος».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)