(Του Θεού η χώρα)
του Francis Lee
Σε μια φάρμα στο Γιόρκσαϊρ, ένας απομονωμένος νεαρός κτηνοτρόφος κάνει ό,τι μπορεί για να στεριώσει το μέρος στο οποίο αφιέρωσε ο πατέρας του όλη του τη ζωή. Πνίγει συστηματικά τις καθημερινές του απογοητεύσεις στο ποτό κι επιδίδεται σε περιστασιακό σεξ με άλλους άνδρες, ώσπου η άφιξη ενός Ρουμάνου μετανάστη και εποχικού εργάτη τού αποκαλύπτει κάτι πρωτόγνωρο. Το σκληρό τοπίο του βορρά της Βρετανίας καθρεφτίζει την αγωνία των ανθρώπων που εκτονώνουν κάθε επιθυμία τους στην επίπονη σωματική εργασία, μέχρι η γενναιοδωρία της φύσης να δώσει έδαφος στα ανείπωτα συναισθήματα.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας δηλώνει: «Η ταινία είναι βασισμένη στα προσωπικά μου βιώματα και στο τοπίο του Γιόρκσαϊρ, σ’ αυτήν τη σχέση «αγάπης/μίσους» που είχα με την πατρίδα μου. Από τη μία το έβλεπα ως ένα δημιουργικό τοπίο που μου θύμιζε το σπίτι μου, αλλά από την άλλη ήταν προβληματικό, δύσκολο, κρύο και υγρό. Και προσπαθούσα να βρω μια ισορροπία σε αυτό και να φτιάξω μια ιστορία αγάπης, όπου παράλληλα νιώθεις ευάλωτος».
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance και κέρδισε το «Βραβείο Σκηνοθεσίας World Cinema: Καλύτερη Δραματική ταινία» της Κριτικής Επιτροπής.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, δελτίο τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)