(Πρόσωπα & Ιστορίες)
των Agnès Varda & JR
Τι μπορεί να συνδέει μια 89χρονη σκηνοθέτιδα με έναν 33χρονο streetart καλλιτέχνη; Το κοινό πάθος για τη φωτογραφία; Η περιέργεια και η αγάπη τους για την περιπέτεια; Η εξωστρέφεια και η επιθυμία να μοιράζονται; Ή μήπως ο τρόπος που βλέπουν την εικόνα και ο προβληματισμός τους γύρω από αυτήν; Στην περίπτωση της Agnès Varda, εμβληματικής φιγούρας της Nouvelle Vague, και του διάσημου φωτογράφου-εικαστικού JR φαίνεται να συντρέχουν όλοι οι παραπάνω λόγοι, γι αυτό και η συνάντησή τους δε θα μπορούσε παρά να είναι καταλυτική. Το Visages Villages/ Faces Places είναι ο καρπός αυτής της ευτυχούς συνεύρεσης, ενώ τα σενάρια των απίθανων εκδοχών της γνωριμίας τους προδίδουν ήδη από την αρχή το ευφυές, παιγνιώδες και ανάλαφρο ύφος της ταινίας.
Οχτώ χρόνια μετά τις «Παραλίες της Ανιές» / Les plages d'Agnès (2008) η Varda ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε, μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι μόνη. H μικροκαμωμένη σπιρτόζα «γιαγιά του γαλλικού Νέου Κύματος» έχει τώρα συντροφιά έναν εκκεντρικό καλλιτέχνη της μεταμοντέρνας γενιάς και παρόλο που η διαφορά τους στην εμφάνιση βγάζει μάτι, συνθέτουν μαζί ένα αχτύπητο δίδυμο. Οι δυο τους με όχημα το ιδιαίτερο φορτηγάκι-φωτογραφικό θάλαμο του JR ξεχύνονται σε μια γεμάτη εφηβικό ενθουσιασμό περιπλάνηση στους δρόμους της γαλλικής επαρχίας για να γνωρίσουν τους ανθρώπους της, να τους φωτογραφίσουν και να αφήσουν πίσω τους τεράστια φωτογραφικά πορτρέτα κολλημένα σε μεγάλες επιφάνειες. Στη διάρκεια αυτού του απρόβλεπτου οδοιπορικού καταγράφονται όχι μόνο τα πρόσωπα και οι τόποι που συναντούν αλλά και αυτή η ίδια η πορεία της τρυφερής όσο και δημιουργικής τους σχέσης, όπως προκύπτει φυσικά και αβίαστα κατά τη δημιουργία του κοινού τους project. Παράλληλα αναδύονται και κάποια θραύσματα από το προσωπικό και κινηματογραφικό παρελθόν της σκηνοθέτιδας, αφήνοντας πίσω τους το γνωστό στο έργο της αυτοβιογραφικό στίγμα.
Σε αυτό το ταξίδι που ξυπνάει θαμμένες αναμνήσεις ή γίνεται το έναυσμα για νέες περιπέτειες φαίνεται αρχικά να πρωταγωνιστεί η γηραιότερη Varda, αφού αυτή καθορίζει τους σταθμούς του: χωριά της Νορμανδίας που είχε επισκεφθεί κατά τα γυρίσματα παλαιότερων ταινιών της, ένα μικρό κοιμητήριο με τους τάφους του Henri Cartier-Bresson και της συζύγου του, μια παραλία με ένα καταγκρεμισμένο οχυρό- κατάλοιπο του πολέμου αλλά και ενθύμιο μιας παλιότερης φωτογράφισης ενός φίλου, το σπίτι του Γκοντάρ στην Ελβετία. Στην πορεία ο χάρτης διευρύνεται και συμπληρώνεται με νέες ανακαλύψεις, όπως το επιβλητικό λιμάνι της Χάβρης ή σταθμοί και βαγόνια τρένων, χάρη στην πρωτοβουλία του ευρηματικού της συνοδοιπόρου. Η φρέσκια καλλιτεχνική ματιά του εικαστικού JR ανοίγει νέους δρόμους σε αυτή τη συνεργασία και προσδίδει στο project διάσταση ανθρωπιστικής αποστολής.
Οι τόποι βέβαια δε θα ήταν τίποτα χωρίς τα πρόσωπα που τους κατοικούν και τους ζωντανεύουν. Αυτά είναι ως ένα βαθμό και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ταινίας. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί που διακρίνονται από σπάνιο ήθος και τη λησμονημένη αξιοπρέπεια της εργατικής τάξης. Η τελευταία κάτοικος μιας ερειπωμένης συνοικίας ανθρακωρύχων, μία ευαισθητοποιημένη κτηνοτρόφος, ένας γελαστός ταχυδρόμος και ένας γερασμένος χίπις, οι δυναμικές γυναίκες των λιμενεργατών είναι μερικοί από τους αφανείς ήρωες αυτής της διαδρομής. Πρόσωπα που αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες μπροστά στο φακό, για να αφήσουν τελικά το γιγάντιο αποτύπωμά τους σε επιφάνειες που επιβάλλονται από το εκάστοτε αρχιτεκτονικό τοπίο. Αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη φωτογραφική τέχνη ως το πιο θριαμβευτικό μέσο απαθανάτισης στην ιστορία του ανθρώπου. Οι συναντήσεις αυτές συνιστούν μοναδικά ανθρωπολογικά πορτρέτα, μικρές ιστορίες εγκιβωτισμένες στον κορμό της ταινίας που διατηρεί έτσι ένα χαλαρό αλλά καθόλου επιφανειακό επεισοδιακό χαρακτήρα.
Η ταινία ωστόσο πέρα από ανάλαφρο ντοκιμαντέρ δρόμου και χρονικό μιας σχέσης που μεταμορφώνεται σταδιακά σε βαθιά φιλία εξελίσσεται σε πρωτότυπο δοκιμιακό ντοκιμαντέρ, αφού οι τόποι σχεδόν πάντοτε δίνουν αφορμή για προβληματισμούς γύρω από τη φύση της εικόνας, του βλέμματος και των ανθρώπινων σχέσεων. Σε τόνους άλλοτε περιπαιχτικούς και άλλοτε μελαγχολικούς-με την ίδια όμως πάντα αφοπλιστική ειλικρίνεια-,ο θεατής γίνεται κοινωνός μιας σειράς στοχασμών γύρω από το χρόνο, τη μνήμη και την απώλεια. Για το δικαίωμα στην τρέλα και τη δύναμη της φαντασίας. Για τις έννοιες του εφήμερου και της διάρκειας στη φιλία και την τέχνη.
Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές του Visages Villages/ Faces Places οι συνδημιουργοί του μετατρέπουν τις αίθουσες του Λούβρου κυριολεκτικά σε παιδική χαρά, ξαναγυρίζοντας με το δικό τους αιρετικό τρόπο μια σκηνή από το Bande à part/ Band of Outsiders του Jean-Luc Godart. Ο μετρ της Nouvelle Vague, που πλανιέται ως φάσμα πάνω από την ταινία, αποδεικνύεται παρόλα αυτά απών προς μεγάλη απογοήτευση της παλιάς του φίλης. Σε μια ταινία ωστόσο που παρά τις ανασκοπήσεις της προτιμάει να παίζει εσαεί με τις δυνατότητες από το να βαραίνει με άσκοπους συναισθηματισμούς, η τρυφερή σκηνή του τέλους επιβεβαιώνει περίτρανα το ουδείς αναντικατάστατος.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]