του Joachim Trier
(η συνέντευξη του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_thelma.jpg

 Οι θεατές που έχουν συνηθίσει στον νατουραλιστικό τόνο των προηγούμενων ταινιών σου ίσως και να εκπλαγούν από το γεγονός ότι γύρισες ένα υπερφυσικό θρίλερ. Τι σε οδήγησε στη συγκεκριμένη κατεύθυνση;

Για να είμαι ειλικρινής, πάντοτε γύριζα την ταινία που ήθελα κάθε δεδομένη φορά. Αυτήν τη φορά η στροφή φαίνεται λίγο παράξενη καθώς ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Όσο μεγάλωνα κι έβλεπα περισσότερες ταινίες καταλάβαινα πως υπάρχει πάντοτε κάτι που μπορείς να εκφράσεις με εγκεφαλικές εικόνες. Ενηλικιώθηκα βλέποντας πολύ Αντονιόνι και Μπέργκμαν, αλλά και Μπράιαν Ντε Πάλμα. Και από πάντα αγαπούσα τις υπαρξιακές προεκτάσεις της ταινίας «Νεκρή ζώνη» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Μια ταινία που κατά την άποψή μου μοιάζει σχεδόν με παραμύθι, όπου μπορείς να αφηγηθείς κάτι πολύ ανθρώπινο, κάτι με το οποίο μπορεί ο θεατής να ταυτιστεί, ενώ όλο αυτό είναι τοποθετημένο σε ένα υπερφυσικό πλαίσιο.

 Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία «Thelma»;

Αρχικά είχα την ιδέα να γυρίσω κάτι με μάγισσες τοποθετημένο στο Όσλο. Είμαι μανιακός με το σινεμά και τρώω κάποια κολλήματα, οπότε πέρασα μια φάση όπου μαζί με τον συνσεναριογράφο μου, τον Έσκιλ Βογκτ, βλέπαμε πολλές ταινίες giallo – ιταλικές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του '70. Μετά θυμάμαι να ξαναβλέπω την ταινία «Ξύπνημα στον εφιάλτη» του Άντριαν Λιν, όπως και το «Αίμα και πάθος» του Τόνι Σκοτ, κάτι που ήταν ουσιαστικά μόνον οπτικό. Θυμάμαι να συζητάμε με τον Έσκιλ σχετικά με το πως τέτοιες ταινίες που αγγίζουν κάτι πολύ ανθρώπινο, ασχολούνται τελικά με την ανησυχία και τη θνητότητα κι όλες αυτές τις υπαρξιακές αναζητήσεις, αλλά μέσω της φόρμας της ταινίας είδους. Αυτό ήταν το ένα μέρος της έμπνευσης. Μετά, αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε κάποιες ιδέες που προέκυψαν μέσω συγκεκριμένων σκηνών και εικόνων. Ολοένα και περισσότερο ξεπρόβαλε ένα χαρακτήρας κι αυτός δεν ήταν άλλος από την Θέλμα. Τελικά, το πιο διασκεδαστικό τμήμα της όλης διαδικασίας ήταν να χρησιμοποιήσω το είδος εκείνο της αφήγησης μιας ιστορίας το οποίο βασίζεται στους χαρακτήρες, κάτι με το οποίο νιώθω μεγαλύτερη οικειότητα, και να προσπαθήσω να το ανυψώσω οπτικά σε ένα σύμπαν όπου υπάρχει μεγαλύτερος διαθέσιμος χώρος για να κινηθεί η φαντασία. Η όλη διαδικασία ήταν εντελώς απελευθερωτική.

 Τα παραφυσικά φαινόμενα που παράγει η Θέλμα αποτελούν την αντίδρασή της απέναντι στην καταπίεση, σωστά;

Είμαι μεγάλος οπαδός του τρόπου που ο Χίτσκοκ χρησιμοποιούσε ένα ψυχολογικό δίλημμα ως εναρκτήριο σημείο μιας αφήγησης. Το παιδικό τραύμα στη «Μάρνι», η ανησυχία και η ενοχή στον «Δεσμώτη του ιλίγγου»: υπάρχει κάτι παιγνιώδες στον τρόπο που το κάνει κι αυτό είναι κάτι που με ενέπνευσε. Στην ταινία μου, είναι το άγχος που έχει να κάνει με το σώμα. Μια νεαρή γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει κρίσεις που δεν ερμηνεύονται. Κρίσεις για τις οποίες η επιστήμη και οι γιατροί δεν μπορούν να δώσουν καθαρές απαντήσεις. Ερεύνησα πολύ το θέμα. Η ύπαρξη των ψυχογενών μη επιληπτικών κρίσεων (PNES) είναι αληθινή. Αυτές οι κρίσεις δεν αποτελούν το απότοκο υπερφυσικών καταστάσεων. Πάντως, πολλά συμβαίνουν τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο στο ανθρώπινο κορμί, που είναι δύσκολο να εξηγηθούν μέχρι σήμερα.

 Νεαρές γυναίκες και τηλεκίνηση: το μυαλό μας πηγαίνει και στον Στίβεν Κινγκ...

Εννοείται. Είναι η «Carrie» είναι και η «Εξουσία πυρός». Μοιάζουν με αρχαίους ελληνικούς μύθους, όπου ένας ήρωας αρνείται τον αληθινό προορισμό του και καλείται να τον αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα. Είναι πάντως ιστορίες που εκκινούν από τους χαρακτήρες και ο Κινγκ είναι ένας υπέροχος, ανθρώπινος συγγραφέας.

 Αυτή είναι η πρώτη σου ταινία που είναι γυρισμένη με Cinemascope. Πώς προέκυψε αυτό;

Όπως και στις τρεις προηγούμενες μεγάλου μήκους ταινίες μου έτσι και τώρα δούλεψα με τον σταθερό συνεργάτη μου, τον διευθυντή φωτογραφία Γιάκομπ Ίρε. Αυτήν τη φορά θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Συνεχίζει να μου αρέσει πολύ να πηγαίνω σινεμά. Λατρεύω τη μεγάλη οθόνη. Θεώρησα πως θα είχε ενδιαφέρον αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος κινηματογράφησης, με έναν μικρό χαρακτήρα στη μέση και με όλη αυτήν τη δύναμη που διαθέτει εντέλει η Θέλμα.

 Επίσης, φαίνεται να ελκύεσαι από κάτι περισσότερο πρωτόγονο σε αυτήν σου την ταινία, ειδικά στον τρόπο που παρουσιάζεις τη φύση. Και νομίζω πως αυτό δεν έχει να κάνει με το να κάνεις επίδειξη με το Cinemascope.

Στην ταινία έχουμε εικόνες από πουλιά και φίδια, εικόνες αέρα που φυσάει, εικόνες από τη θάλασσα. Είναι πράγματα που υπήρχαν στη νορβηγική παράδοση τη σχετική με τα παραμύθια, υπήρχαν στα παραμύθια του Δανού Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, υπάρχουν στην κουλτούρα των Σάμι στον νορβηγικό βορρά. Είναι εικόνες μέσω των οποίων ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τη φύση. Ήθελα να δείξω την αντίθεση ανάμεσα στο αστικό περιβάλλον και τη φύση σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ότι έχω κάνει στο παρελθόν. Χρειάστηκε να ταξιδέψω βόρεια για να βρω αυτές τις περιοχές τις γεμάτες χιόνια και πάγο. Χρειάστηκε να πάω στη δυτική ακτή της χώρας, με τον ωκεανό. Προσπάθησα πολύ να αιχμαλωτίσω αυτήν την αντίθεση και να την χρησιμοποιήσω ως μια συναισθηματική συνιστώσα της αφήγησης. Είμαι άνθρωπος της πόλης. Μεγάλωσα με μπρέικντανς και ακούγοντας πανκ φορώντας τα μαύρα μου τζιν παντελόνια. Οπότε για μένα προσωπικά όλο αυτό ήταν ένα ταξίδι ανακάλυψης μέσα στη μυθολογική Σκανδιναβία. Οι θεατές στη Νορβηγία επισημαίνουν: «Χριστέ μου, ο Γιόαχιμ πήγε στα δάση και κινηματογράφησε τη φύση». Είναι ασυνήθιστο για μένα.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)