(Στο βαθύ γαλάζιο)
του Wim Wenders
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_submergence.jpg

Όλα ξεκίνησαν από την επιμονή του Cameron Lamb, του παραγωγού της ταινίας. Αυτός μου έστειλε το ομώνυμο βιβλίο του J.M. Ledgard, πάνω στο οποίο βασίζεται το σενάριο του φιλμ. Διάβασα το βιβλίο και αντιλήφθηκα πως πρόκειται για κάτι σπουδαίο. Δεν είχα διαβάσει ποτέ κάτι ανάλογο. Το πως θα μπορούσε να γίνει ταινία ήταν κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ! Αυτό, όμως, είναι πάντα ένα καλό σημάδι. Κι αυτό γιατί όταν δεν ξέρω πώς να κάνω κάτι, αυτό αποτελεί πάντα ένα σημαντικό έναυσμα για να το προσπαθήσω.
(...) Οι βασικοί λόγοι [που επέλεξα το βιβλίο] ήταν δύο. Αρχικά, η πρώτη ύλη είναι αυθεντική, καθώς έχει γραφτεί από συγγραφέα με γνώσεις πάνω στην Αφρική, μιας που έστελνε ρεπορτάζ από την περιοχή. Από την άλλη, η έρευνα που έκανε ο Ledgard σχετικά με τον βυθό των ωκεανών με συνεπήρε. Ο βυθός της θάλασσας μπορεί να αποτελέσει λύση για το μέλλον του πλανήτη μας.
(...) Μέσα μου βαθιά πίστευα πως ολόκληρη η ταινία εξαρτιόταν από την εύρεση αυτού του απολύτως μαγικού μέρους και ψάξαμε παντού στην Ευρώπη για να το βρούμε! Από τον κόλπο της Γαλικίας στην Ισπανία μέχρι την Γαλλία και από το Βέλγιο μέχρι και την Ολλανδία - μέχρι και στη Νορβηγία φτάσαμε! Ψάξαμε και στην Ιρλανδία και τη Σκοτία, οπότε κάποια στιγμή γνωρίζαμε τα πάντα για κάθε ξενοδοχείο με θέα στον Ατλαντικό! Κι όμως, δεν είχαμε βρει ακριβώς αυτό για το οποίο ψάχναμε. Μέχρι που κάποια μέρα ο διευθυντής παραγωγής Thierry Flamand μας είπε δισταχτικά: «Ξέρω μια ιδιωτική κατοικία στην ακτή της Νορμανδίας, χτισμένη γύρω στο 1900. Η διακόσμησή της έχει επηρεαστεί από το κίνημα  Arts and Crafts και είχε χτιστεί με σκοπό να αποτελεί έναν χώρο συνάντησης θρησκειών. Και διαθέτει ένα υπέροχο πάρκο δίπλα ακριβώς στον ωκεανό». Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την περιγραφή κι εγώ είχα προλάβει να κλείσω μια πτήση για να πάω αμέσως εκεί και να το δω από κοντά. Και τη στιγμή που περάσαμε την εξώπορτα για πρώτη φορά ήξερα ότι επιτέλους είχαμε βρει αυτό που ονειρευόμασταν.
(...) Ήταν κάτι που με παίδεψε πολύ. Αλλά τελικά κατέληξα πως η μόνη δυνατή προσέγγιση για το πώς θα παρουσιάσουμε τους Τζιχαντιστές ήταν να τους εξετάσουμε ως ανθρώπινα όντα, ως ανθρώπους που πιστεύουν βαθιά σε κάτι. Ακόμα κι αν αυτό που πιστεύουν κι αυτό που αντιπροσωπεύουν είναι κάτι που δεν μπορώ να ασπαστώ, θεώρησα ότι έπρεπε να το πάρουμε στα σοβαρά, να μην το ευτελίσουμε. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένας διάλογος μαζί τους αυτή τη στιγμή στον πραγματικό κόσμο. Πίστευα όμως ότι αν κάποιος, όπως ο χαρακτήρας που υποδύεται ο James, έρθει σε επαφή μαζί τους και τους συναναστραφεί ουσιαστικά, θα ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτούς και για το πώς προέκυψαν, τι κουβαλάνε μέσα τους.
(...) Αυτό για το οποίο ελπίζω είναι μια βροχερή νύχτα Πέμπτης στο Μπρίστολ ή το Ντιτρόιτ ή όπου αλλού βρίσκεσαι καθώς θα βγαίνεις από το σινεμά έχοντας δει την ταινία, να έχει διαφοροποιηθεί λίγο η άποψή σου σχετικά τόσο με τον πλανήτη όσο και με τις συνήθειές σου. Θέλω να κάνω τον θεατή να συνειδητοποιήσει πραγματικά πόσο τεράστιος είναι ο κόσμος, πόσο ποικιλόμορφος είναι αλλά και πόσο εύθραυστος.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)