του Laurent Cantet
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Αυτό που θέλουν να πουν οι νεαροί χαρακτήρες της ταινίας είναι ότι αρνούνται να επωμιστούν τα «βάρη» που δεν τους ανήκουν - τα «βάρη» του παρελθόντος. Στις μέρες μας, οι νέοι έχουν άλλου είδους δυσκολίες να ξεπεράσουν: να βρουν τη θέση τους σ' έναν κόσμο που δεν τους λαμβάνει υπόψη ενώ αισθάνονται πως δεν έχουν κανένα έλεγχο πάνω σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους ή ακόμα και στην ίδια τους τη ζωή. Ταυτόχρονα, καλούνται να αντιμετωπίσουν μια βίαιη κοινωνία με μεγάλα προβλήματα όπως η οικονομική αστάθεια, η τρομοκρατία και η άνοδος της ακροδεξιάς.
Όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη εκδοχή του σεναρίου, ξεκινήσαμε μια διαδικασία “open casting”: πηγαίναμε σε γυμναστήρια, κινηματογράφους, bar, και έξω από λύκεια. Μ' αυτόν τον τρόπο, γνωρίσαμε εκατοντάδες νεαρά άτομα ανάμεσα στα οποία ξεχώρισα τους ηθοποιούς μου. Οργάνωσα το δικό μου εντατικό «σεμινάριο» γι' αυτούς, διάρκειας 2 εβδομάδων, προκειμένου να βασιστώ στις δικές τους εμπειρίες και στους χαρακτήρες τους για να διαμορφώσω την ταινία. Σταδιακά, αρχίσαμε να καταγράφουμε ολόκληρες σκηνές. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε πως δεν έμαθαν ποτέ τους ρόλους τους αλλά τους έχτισαν με στοιχεία της προσωπικότητάς τους.
Ήθελα την Μαρίνα Φόις στον πρωταγωνιστικό ρόλο γιατί ήξερα πως θα μπορούσε να ανταπεξέλθει, και πως ήταν αρκετά δυναμική ώστε να επιβληθεί στην ομάδα χωρίς ίχνος αυταρχισμού. Είναι η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός – επιλέξαμε ερασιτέχνες για τους υπόλοιπους κεντρικούς χαρακτήρες. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, ακολούθησε κι εκείνη τη δική μας μέθοδο: στα διαλλείματα, ρωτούσε τα παιδιά για τις δικές τους εμπειρίες και απόψεις πάνω σε διαφορετικά θέματα. Κι εκείνη, με τη σειρά της, απαντούσε στις χιλιάδες ερωτήσεις που της έκαναν συνεχώς. Τα παιδιά είχαν αντικρουόμενα αισθήματα απέναντι στην Μαρίνα: από τη μία μεριά είχαν έρθει κοντά στη διάρκεια των γυρισμάτων, κι από την άλλη υπήρχε μια κάποια απόσταση γιατί ήταν μια ηθοποιός που ήξεραν και είχαν δει στο σινεμά. Το γεγονός πως η Μαρίνα είναι μια διάσημη ηθοποιός ήταν ένα σημαντικό στοιχείο που αξιοποιήσαμε στην ταινία γιατί ταίριαζε στον χαρακτήρα που υποδυόταν. Η Ολίβια είναι μια διάσημη συγγραφέας η οποία (όπως και η Μαρίνα) προξενεί αντικρουόμενες αντιδράσεις στα νεαρά άτομα που διδάσκει: θέλουν να την πλησιάσουν αλλά παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντί της.
Ο Αντουάν αισθάνεται πως δεν ανήκει πουθενά. Το ενδιαφέρον που δείχνει για τον ξάδερφό του και τη συμμορία δεν είναι αληθινό. Επίσης, ενώ είναι ο μόνος που ασχολείται πιο εντατικά με το σεμινάριο, δε μπορεί να ενσωματωθεί στην ομάδα. Θέλει να γίνει μέλος μιας ομάδας αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει. Αυτό είναι ένα θέμα που υπάρχει πάντα στις ταινίες μου: η αντίθεση μεταξύ της επιθυμίας να ανήκεις κάπου και της ανάγκης για ανεξαρτησία. Ίσως αυτή η αντίθεση υπάρχει μέσα μου, γι’ αυτό τη συμπεριλαμβάνω σε κάθε ταινία που κάνω.
Ήθελα να δώσω στην ταινία την αίσθηση του θρίλερ. Είναι ένας τρόπος να θολώσεις τα νερά και να μη γίνεις προβλέψιμος. Επίσης, οι κώδικες του θρίλερ σου δίνουν τη δυνατότητα να ασχοληθείς με σημαντικά ζητήματα σε δεύτερο επίπεδο: την επιθυμία για έναν διαφορετικό κόσμο, την απογοήτευση, τα βίαια ένστικτα που καταπνίγουμε. Είναι και μια επιλογή που οδηγεί σε έντονες συναισθηματικές εκρήξεις: ήθελα το κοινό να αισθανθεί φόβο - φόβο για εκείνον και για εκείνη…
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)