των Çağla Zencirci & Guillaume Giovanetti
Μια νεαρή γυναίκα τρέχει σαν κυνηγημένη, διασχίζοντας τις πυκνές φυλλωσιές ενός δάσους. Η αγωνία καθρεφτίζεται έντονα στα μάτια της. Ή μήπως είναι η ίδια η κυνηγός; Φύλακας και αντάρτισσα μαζί, σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή της βόρειας Τουρκίας, όπου οι ρόλοι των φύλων είναι αυστηρά προκαθορισμένοι;
Στην τρίτη τους κατά σειρά ταινία η Çağla Zencirci και ο Guillaume Giovanetti εστιάζουν και πάλι στη δυναμική ενός προσώπου, θέτοντας το στο επίκεντρο της κινηματογραφικής τους αφήγησης. Και εδώ όπως και στην ταινία τους Noor (2012) προβάλλουν θέματα ταυτότητας και έμφυλων ρόλων. Μόνο που τώρα οι δυο τους επιχειρούν κάτι πιο σύνθετο, κινούμενοι μεταξύ σύγχρονου παραμυθιού, περιπέτειας και κοινωνικού αλληγορικού δράματος. Η κεντρική τους ηρωίδα, η Sibel, έχει το χάρισμα της εξωτικής ομορφιάς αλλά και μια αναπηρία που την περιθωριοποιεί. Είναι μουγγή από την ηλικία των πέντε χρόνων. Μαθαίνοντας ωστόσο από μικρή να επικοινωνεί με το περιβάλλον της μέσω της τοπικής λαλιάς των σφυριγμάτων, η Sibel, - παρίας για τους πολλούς, αντικείμενο φθόνου για τη μικρότερη αδελφή αλλά και κρυφό καμάρι του πατέρα της- χαίρει ιδιαίτερων προνομίων μέσα σε μια αυστηρά πατριαρχική κοινωνία. Ίσως και ακριβώς εξαιτίας αυτής της φυσικής της αδυναμίας. Ελεύθερη και χωρίς την παραδοσιακή μαντήλα στο κεφάλι η ηρωίδα κινείται μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών χώρων, αλλάζοντας συνεχώς ρόλους. Ακούραστη εργάτρια στα χωράφια, εργατική νοικοκυρά στο σπίτι, αδάμαστη κυνηγός με το τουφέκι στην πλάτη μέσα στο δάσος. Κρυφός της πόθος να σκοτώσει έναν λύκο, που φήμες τον θέλουν να περιφέρεται στην περιοχή, κίνδυνο αλλά και φόβητρο στην κλειστή τοπική κοινότητα όπου ζει. Μόνο έτσι πιστεύει ότι θα κερδίσει την αναγνώριση και την αποδοχή.
Ό,τι καθορίζει εξ αρχής την ηρωίδα, πέρα από το γεγονός ότι χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη «σφυριχτή» γλώσσα, είναι η διαρκής κίνηση. Κουβαλώντας εξωτερικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στη νεαρή αντάρτισσα Jin του Reha Erdem, αλλά προσιδιάζοντας περισσότερο στη Rosetta των αδελφών Dardenne, η Sibel συνιστά μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση. Γιατί μπορεί η επίμονη κινητικότητα και η επανάληψη μηχανικών κινήσεων να θυμίζουν την ηρωίδα των Βέλγων αδελφών, εδώ ωστόσο ο τόπος και η κινηματογραφική φόρμα είναι εντελώς διαφορετικά. Στη Sibel δε σκιαγραφείται το ρεαλιστικό πορτρέτο ενός κοριτσιού με τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις, αλλά μια αρχετυπική μορφή πλαισιωμένη από εθνογραφικά στοιχεία, παραβολές και μοτίβα παραμυθιού. Μπορεί βέβαια η ηρωίδα να περνάει από διαδοχικά στάδια ενηλικίωσης, από τον επαναστατικό ενθουσιασμό στα πάθη του έρωτα και τελικά στη θριαμβευτική της επικράτηση, παραμένει ωστόσο περισσότερο μια σύγχρονη εκδοχή παραμυθικής φιγούρας των αδελφών Grimm. Έτσι εδώ κάνουν την εμφάνισή τους από τη μια το απομονωμένο χωριό με τα κατασκευασμένα του στερεότυπα, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, ο εξωτερικός εχθρός ως κακός λύκος ή ως άντρας-φυγάς, οι συγκρούσεις με την πατρική-κρατική εξουσία κι από την άλλη η φύση ως μυστηριακή πηγή δύναμης και αφύπνισης των ενστίκτων, η ζωώδης αναζήτηση της ελευθερίας και της ερωτικής συνύπαρξης. Η ταινία υπερτερεί όταν εστιάζει στα αινιγματικά στοιχεία, πριν καταλήξει σε μια τυπική ιστορία γυναικείας χειραφέτησης.
Η γοητεία ωστόσο της ταινίας έγκειται στον τρόπο κινηματογράφησης της ίδιας της Sibel. Η κάμερα την παρακολουθεί ανήσυχη στις περιπλανήσεις της, μεταδίδοντας κάτι από την απόγνωση και την αγωνία της. Τα κοντινά πλάνα του προσώπου της, τα πανοραμικά του άγριου τοπίου που την περιβάλλει, οι εναλλασσόμενες, γεμάτες νεύρο μετατοπίσεις της στο χώρο, όταν κάποιες φορές το μάτι δεν προλαβαίνει να εστιάσει παρά μόνο να φανταστεί, εκεί είναι που εντέλει δημιουργείται ο ιδιαίτερος μυθοπλαστικός κόσμος της ταινίας.
H ταινία κέρδισε τα βραβεία Fipresci και Οικουμενικής Επιτροπής στο πρόσφατο φεστιβάλ του Λοκάρνο (2018).
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]