(The Load)
του Ognjen Glavonić
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-load.jpg

1999. Στην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Σερβίας του Μιλόσεβιτς μαίνονται οι εχθροπραξίες μεταξύ σερβικών κρατικών δυνάμεων και Κοσοβάρων, το ίδιο και οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί. Με φόντο το γκρίζο και σημαδεμένο από τον πόλεμο τοπίο της περιοχής, ένας οδηγός φορτηγού αναλαμβάνει να μεταφέρει με άκρα μυστικότητα ένα άγνωστο φορτίο από το Κόσοβο στο Βελιγράδι. Οι εντολές είναι ρητές: ο οδηγός δεν πρέπει να παρεκκλίνει από την πορεία του, το φορτίο πρέπει να παραδοθεί στην αυστηρά καθορισμένη ώρα. Κατά τη διάρκεια μιας φαινομενικά συνηθισμένης αλλά επικίνδυνης διαδρομής, μια σειρά γεγονότων ρίχνουν διακριτικά φως στο πρόσωπο του λιγομίλητου άνδρα, αλλά και σε μια χώρα που βρίσκεται στα πρόθυρα της εθνικής και ηθικής διάλυσης. Η τελική αποκάλυψη έρχεται απλά να επισφραγίσει αυτό που υπόβοσκε σα φρικτή υποψία μέσα στο φορτηγό, ξεβολεύοντας βεβαιότητες και ηρωικές μνήμες.
Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Ognjen Glavonić –ο οποίος υπογράφει και το σενάριο- εξελίσσεται κυρίως στη διάρκεια μιας ημέρας και παρακολουθεί τον κεντρικό της ήρωα εντός και εκτός του μυστηριώδους φορτηγού. Τις διαδρομές του, τις στάσεις και τις συναντήσεις του με διάφορα πρόσωπα, ιδιαίτερα αυτήν με ένα νεαρό αγόρι που γίνεται ο σύντομος συνταξιδιώτης του. Ένα μικρό μέρος της δράσης εκτυλίσσεται και στον οικογενειακό χώρο του ήρωα , την επομένη της παράδοσης, εστιάζοντας κυρίως στη σχέση του με το γιο του. Εδώ η ταινία φαίνεται να χάνει τον προσανατολισμό της, αποφορτίζεται από την ένταση και το σασπένς, κρατάει ωστόσο τα στοιχεία της μελαγχολίας και μιας κρυφής απόγνωσης, κάνοντας εμφανέστερες τις αντιθέσεις μεταξύ των γενεών.
Με έναν τίτλο που φέρει διπλή σημασία - κυριολεκτική και μεταφορική- το The Load του Ognjen Glavonić αποτελεί στην ουσία μυθοπλαστική εκδοχή του αποκαλυπτικού ντοκιμαντέρ Depth Two (2016) του ιδίου. Τότε ο νεαρός σέρβος σκηνοθέτης διερευνούσε διεξοδικά μια ιστορία εσκεμμένα θαμμένη από τη χώρα του στη σιωπή, αυτή της ανακάλυψης μαζικών τάφων έξω από το Βελιγράδι. Τώρα παραμένοντας στην ίδια θλιβερή εποχή και περιοχή, απομακρύνεται από αυτά τα ίδια τα γεγονότα- τα οποία υπονοούνται- και εστιάζει σε ένα πεδίο καθαρά προσωπικό/ υπαρξιακό. Με τρόπο λακωνικό και έντονα υπαινικτικό , μέσα από μία στην ουσία ταινία δρόμου, προβάλλει τη τραχιά φιγούρα ενός άντρα που συνιστά καθρέφτη μιας κοινωνίας υπό κατάρρευση. Τη διαρκή ανησυχία του παρακολουθεί ο θεατής, την απογοήτευση και την αποστροφή του αλλά και το πείσμα του για επιβίωση. Παράλληλα επιχειρείται εδώ και ένα πέρασμα προς την επόμενη γενιά. Μια γενιά που επιθυμεί με κάθε τρόπο την απόδραση από τον παρελθόντα χρόνο και τη φυγή στο μέλλον. Είναι ενδεικτικό ότι μια σειρά αντικειμένων που ανήκουν στο παρελθόν και έχουν μια συναισθηματική αξία περνούν κατά τη διάρκεια της ταινίας σε διαφορετικά χέρια, αποφορτίζονται ιστορικά και γίνονται εργαλεία άλλων χρήσεων.
Πέρα όμως από τον τρόπο απεικόνισης του κεντρικού της ήρωα (εξαιρετική η ερμηνεία του κροάτη ηθοποιού Leon Lucev) πάνω στον οποίο στηρίζεται ουσιαστικά η ταινία ό,τι έχει ενδιαφέρον εδώ είναι η ίδια η αρχιτεκτονική της, η εικονογραφική γλώσσα των τοπίων της. Είτε πρόκειται για την ξεπλυμένη χρωματικά φύση με τον απόηχο του πολέμου στο βάθος, είτε για τα ογκώδη στη μέση του πουθενά σοσιαλιστικά μνημεία, είτε για τους δαιδαλώδεις σκοτεινούς διαδρόμους εγκαταλελειμμένων γραφείων, η αίσθηση παραμένει σταθερά η ίδια: αυτή της ματαίωσης ενός ηρωικού παρελθόντος και της υποχρεωτικής διέλευσης από την Κόλαση στο Καθαρτήριο.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]