του Lukas Dhont
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_girl-lukas-dhont-2.jpg

Ρεαλιστική απεικόνιση της πορείας μιας διπλής και επίπονης μεταμόρφωσης, τόσο σωματικής όσο και ψυχολογικής, το the Girl του πρωτοεμφανιζόμενου Βέλγου σκηνοθέτη Lukas Dohnt δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία ενηλικίωσης. Ούτε άλλη μια ιστορία συγκρούσεων γύρω από έναν διεμφυλικό ήρωα. Σίγουρα δεν είναι και μια ταινία για το χορό, αν και κουβαλά πολλά στοιχεία του είδους. Έχοντας στο επίκεντρο τη 15χρονη Λάρα, που μόλις έχει μετακομίσει σε μια νέα πόλη με τον πατέρα της και το μικρό της αδελφό, η ταινία παρακολουθεί με ανεπιτήδευτη φυσικότητα μικρές σκηνές από την καθημερινότητα της νεαρής ηρωίδας, που συνθέτουν γρήγορα τη γενική εικόνα. Ένα περιβάλλον δίγλωσσο, χαλαρό (βρισκόμαστε στην πρωτεύουσα της Βελγικής Φλάνδρας) στο οποίο επικρατεί η απουσία οποιασδήποτε μορφής έντασης, αλλά όπου γίνεται εξαρχής ορατή μια αίσθηση ανασφάλειας και επικείμενης μεταβατικότητας.Γιατί η Λάρα, αν και εμφανίζεται ήδη ως κορίτσι και σε μια προφητική εισαγωγική σκηνή βιάζεται να τρυπήσει τα αυτιά της μόνη της, βρίσκεται στο στάδιο ορμονικής προετοιμασίας αλλαγής φύλου και ταυτόχρονα εισαγωγής της σε μια από τις καλύτερες σχολές μπαλέτου της χώρας. Πίσω από το ψηλόλιγνο ξανθό πλάσμα με το διάφανο πρόσωπο και το κρυστάλλινο αλλά ευάλωτο βλέμμα, βρίσκεται ένα αγόρι που επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να γίνει κορίτσι και μάλιστα πρίμα μπαλαρίνα.
Έχοντας να αντιμετωπίσει αυτή τη διπλή πρόκληση η Λάρα γίνεται εξαρχής η καρδιά της ταινίας. Η κάμερα την ακολουθεί παντού, στο σπίτι, στο σχολείο, στα μαθήματα χορού, στις ιατρικές συνεδρίες. Πάντα με μέτρο, χωρίς περιττή πληροφόρηση και συναισθηματική φόρτιση. Ένας συγκεκριμένος κοινωνικός περίγυρος κτίζεται σιγά σιγά: Ο απίστευτα –για την κοινή στερεοτυπική λογική- υποστηρικτικός πατέρας, οι ενθαρρυντικοί γιατροί και ψυχολόγοι, οι δασκάλες χορού που πιέζουν αλλά πιστεύουν σ αυτήν, οι φαινομενικά μπλαζέ συμμαθήτριες. Με εξαίρεση μια συγκεκριμένη σκηνή όπου τα δυσδιάκριτα όρια ανοχής- απόρριψης διαλύονται γέρνοντας ξεκάθαρα προς το μπούλινγκ, το «Κορίτσι» φαίνεται να οδεύει ανεμπόδιστα προς τη δύσκολη κατάκτηση ενός φιλόδοξου στόχου και μιας νέας ταυτότητας. Ο εχθρός ωστόσο εδώ δεν είναι ο έξω κόσμος αλλά ο εσωτερικός και τρέφεται από το είδωλο του αγορίστικου ακόμα σώματος στον καθρέφτη, από την αυτοκαταστροφική σχεδόν ορμή με την οποία αυτό ρίχνεται στη δίνη του μπαλέτου και εντέλει από την κρυφή αγωνία του έφηβου που ανυπομονεί να απαλλαγεί από τα χαρακτηριστικά του φύλου του.
Ο Lukas Dohnt στήνει με τη βοήθεια του νεαρού ταλαντούχου χορευτή –και όπως αποδεικνύεται και ηθοποιού- Victor Polster μια ταινία με πολλαπλές δυναμικές. Η συγκινητική ιστορία ενός κοριτσιού που είχε γεννηθεί σε σώμα αγοριού και ήθελε να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια στάθηκε η αφορμή για τη δημιουργία της. Αυτή η επιμονή για καταξίωση σε έναν καλλιτεχνικό χώρο κατεξοχήν θηλυκό βρίσκεται σίγουρα στον πυρήνα της ταινίας και εντείνει τη σωματική διάσταση του δράματος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ό,τι έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Dohnt χορογραφεί και ισορροπεί τη σωματικότητα με την ενδοσκόπηση, οι μικρές εκείνες λεπτομέρειες στην αφήγηση που αναδεικνύουν την ψυχολογική πίεση που ασκείται όχι από τον περίγυρο αλλά από τον πολύπλοκο ψυχισμό ενός διεμφυλικού εφήβου σε κατάσταση αναμονής, ενός ήρωα σε αναβρασμό που υποφέρει βουβά παρά τη φαινομενική του αποστασιοποίηση. Υπάρχει μια σκηνή κομβική που αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο τη συναισθηματική κατάσταση του «Κοριτσιού», η στιγμή κατά την οποία ο μικρός αδελφός-για τον οποίο τρέφει μια σχέση μητρική- την αποκαλεί με το πραγματικό του όνομα. Ο πόνος αποδεικνύεται πολύ πιο έντονος από αυτόν των τραυματισμών και των ματωμένων πουέντ, σταθερή επωδός στην ταινία.
Μέσα από μια πλούσια παλέτα χρωματική και συναισθηματική και με την κάμερα να ακολουθεί παρατηρητικά άλλοτε τη συστολή κι άλλοτε την ένταση της κεντρικής ηρωίδας το Κορίτσι θυμίζει, όπως δηλώνει κι ο ίδιος ο δημιουργός του τον Ίκαρο. « Κάποιον που θέλει να πετάξει όλο και πιο ψηλά, ως τον ήλιο και καίγεται.» Μόνο που εδώ η τελική πτώση είναι επώδυνη αλλά και λυτρωτική.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]