του Lukas Dhont
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_girl-lukas-dhont.jpg

ΟΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗΣ … και η μεταβλητότητά τους.
 Δύσκολο και πολύ ευαίσθητο είδος κινηματογράφησης μιας ιστορίας, εκεί όπου η φιλμική αφήγηση είναι ασφυκτικά συμπιεσμένη εξ ορισμού. Αλήθεια, πώς να αφηγηθεί κανείς, κινηματογραφικά, το πάθος και τα πάθη ενός διεμφυλικού (transgender) ατόμου, και δη εφήβου, σε προεγχειρητικό στάδιο (ορμονοθεραπεία και ψυχολογική υποστήριξη εν όψει εγχείρισης ανάπλασης οργάνων); Χωρίς να διολισθήσει σε κοινοτοπίες, θεαματικές κινήσεις, και συναισθηματικές λύσεις ευκολίας, απ’ αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει ένα ευρύτερα αποδεκτό σινεμά της ενσυναίσθησης (ταύτιση με τον πάσχοντα ήρωα, γρήγορη συγκίνηση, συμπόνια, στοργή και άλλες τυπικότητες); Κι από την άλλη, πόσο εφικτό είναι να συμπαρασταθεί κανείς, όπως και να παρηγορήσει τον πάσχοντα (τόσο εντός του φιλμικού αφηγήματος, όσο και απ’ τη θέση του θεατή); Εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, γενικώς, και το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι ότι ο Lukas Dhont παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του όλες αυτές τις λεπτές, διαχωριστικές, γραμμές, φροντίζοντας να αποφύγει, όσο γίνεται, τις κακοτοπιές. Στην προκειμένη περίπτωση, το εύρημα των μαθημάτων και ασκήσεων του κλασικού χορού, νομίζω πως προσφέρει μια γενναία βοήθεια. Από την άλλη, είναι και τα μαθήματα που μπορεί να πάρει κανείς από παραδείγματα ενός κινηματογράφου (βλ. αδελφούς Νταρντέν) που εστιάζει σε έντονα δραματικές ανθρώπινες περιπέτειες, κρατώντας πολύ ψηλά τον σεβασμό, την πνευματική και συναισθηματική διαύγεια, και οπωσδήποτε τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Όχι πως δεν συγκινούμαστε στην ταινία του Dhont. Είναι δυνατό να συγκινηθούμε και πολύ μάλιστα, αλλά η συγκίνησή μας, μέχρι το τέλος, είναι απαλλαγμένη από την αυταρέσκεια του αφ’ υψηλού, πολιτισμένου, παρατηρητή με την αμέριστη κατανόηση του προβλήματος, όπως και από την ευχαρίστηση ενός ηδονοβλεψία που έχει παρεισφρήσει, ανάλαφρα, στα ενδότερα του δράματος. Όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε όλη την καλή θέληση (ή και τις γνώσεις ακόμη) να παρέχουμε την ολόψυχη συμμετοχή μας σε ένα παρόμοιο δράμα (που μπορεί να μετατραπεί σε τραγωδία), στην πραγματικότητα δεν υπηρετούμε παρά μία ψευδαίσθηση. Εξ ου και ο οδυνηρός αιφνιδιασμός μας απέναντι στη σκηνή/κεραυνό του αυτο-ακρωτηριασμού. Το μαύρο, η έλλειψη, τόσο στην οθόνη, όσο και στη συνείδησή μας, δεν είναι παρά το αναπόφευκτο, όσο και αδιανόητο κενό. Ούτε να πλησιάσουμε δεν μπορούμε, πολλώ μάλλον να το κατανοήσουμε. Αυτά τα ολίγα, για μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία…, και αφού αποδώσουμε τα θερμά εύγε που οφείλουμε στους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας: στον μισχοειδή και ευέλικτο (ως σωματική κινούμενη εικόνα αλλά και ως ερμηνεία) Victor Porster και στον τραχύ, τόσο όμως ευαίσθητο και ειλικρινή πατέρα- Arieh Worthalter.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)