(Η ευνοούμενη)
του Γιώργου Λάνθιμου
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_the-favourite.jpg

Στην Ευνοούμενη, ο Λάνθιμος αποδεικνύει άλλη μία φορά ότι είναι πολύ καλός σκηνοθέτης, πως έχει, βρίσκει πολλούς τρόπους να σκηνοθετήσει μια ιστορία και ένα σενάριο. Πως έχει κάτι τι από την ιδιομορφία του Μπουνιουέλ -θυμηθείτε τις ταινίες του στο Μεξικό- να προσθέτει, μέσω της ιδιαίτερης, ευφάνταστης, τολμηρής σκηνοθεσίας του, μια ανατρεπτική, σουρεαλιστική, διεστραμμένη και σκωπτική διάσταση στα σενάρια που σκηνοθετούσε, στις μυθοπλασίες που έστηνε, ακόμη και όταν είχαν κλασικότροπη φτιαξιά. (Αυτό το σενάριο, ο Λάνθιμος δεν το έφτιαξε μαζί με τον Φιλίππου όπως τα προηγούμενα, μα γράφτηκε από δύο Άγγλους σεναριογράφους με τους οποίους συνεργάστηκε για πολλά χρόνια, άρα το προσωπικό του στοίχημα είναι δυσκολότερο, αν και το κέρδισε κι αυτό). Ο Λάνθιμος αποδεικνύει επίσης πως έχει κάτι τι από την παράταιρη και ρηξικέλευθη ματιά του Κιούμπρικ, που κάνει το κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας παράδοξο και φανταστικό, που το απογειώνει προς το παράξενο, π.χ. με τους ευρυγώνιους φακούς, με το λοξό, τρελό κινηματογραφικό βλέμμα (η Ευνοούμενη έχει κάτι από το Μπάρι Λίντον).
Η ευνοούμενη, πικάντικο και μπαρόκ, “πειραγμένο” φιλμ εποχής, πραγματεύεται τις ίντριγκες στή βασιλική αυλή της Αγγλίας στις αρχές του 18ου αιώνα, μια ανδροκρατούμενη εποχή. Ίντριγκες γύρω από την πολιτική εξουσία και την ερωτική εξουσία που ασκούν οι μεν στους δε. Στο επίκεντρο η βασίλισσα Άννα (Ολίβια Κόλμαν), η ευνοούμενη και παλιά φίλη της δούκισσας του Μάρλμπορο (Ρέιτσελ Βάις) και η νεοαφιχθείσα, νεαρή, ξεπεσμένη και φτωχή, πρώην λαίδη (Έμα Στόουν). Ένα λεσβιακό, καταπιεστικό, κομψό και υστερικό τρίγωνο... (Να σημειώσουμε εδώ τις υπέροχες ερμηνείες της Κόλμαν και της Στόουν). Ο Λάνθιμος μας προτείνει έναν κόσμο συγκρούσεων στο παλάτι, ένα σύμπαν προδοσίας, υποκρισίας, κυριαρχίας επί των υπηκόων, χειρισμού των ανθρώπων και ερωτισμού, υπό τη μορφή στυλίστικης φάρσας εποχής. Ο πόλεμος εναντίον της Γαλλίας έχει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της φιξιόν.
Ο Λάνθιμος επιστρατεύει ένα οξύ, σαρκαστικό, μαύρο, αναχρονιστικό χιούμορ και πρωτότυπα σκηνοθετικά και σκηνογραφικά ευρήματα για να αφηγηθεί με φαντασία, παραξένισμα και υπολανθάνοντα σουρεαλισμό, μια παραδοσιακή ιστορία: Τις παρασκηνιακές διαμάχες, τις μηχανοραφίες και τη χρησιμοποίηση του σεξ από τρεις γυναίκες, την άρρωστη και νευρωτική βασίλισσα Άννα που βασιλεύει μετά δυσκολίας, τη σκληρή, πολυμήχανη κι ανυποχώρητη παλιά σύμβουλό της και την νεοαφιχθείσα, ωραία κι αδίστακτη, πρώην αριστοκράτισα, υπηρέτρια. Και οι τρεις είναι εξουσιομανείς λεσβίες, δυναμικές και ταυτόχρονα ευάλωτες.
Ο Λάνθιμος εισάγει στη σκηνοθεσία ιδιότυπα μέσα που υποσκάπτουν την ισορροπία και την τάξη, οι τρεις γυναίκες της αυλής μιλάνε βρώμικα για το λίγο πολύ διεστραμμένο σεξ της ταινίας, μικρά κουνέλια κόβουν βόλτες στο βασιλικό δωμάτιο (τα ζώα κλασικό σουρεαλιστικό εύρημα), οι άντρες έχουν ανίσχυρη σεξουαλικότητα και θυμίζουν τραβεστί ομοφυλόφιλους, οι χώροι ενίοτε φωτίζονται μόνο από κεριά και άλλοτε στριφογυρίζουν μπροστά μας διαταράσσοντας την ισορροπία λόγω των ευρυγώνιων φακών, το μοντάζ του διεκδικούντος το Όσκαρ, Μαυροψαρίδη, αποτελεί ένα τολμηρό ψιλοκέντημα, η χορογραφία του χορού στο παλάτι είναι παλαβή κι αντιρεαλιστική, τα κοστούμια εκκεντρικά, κ.τ.λ. Όλα τα σκηνοθετικά μέσα, οι πινελιές του εφευρετικού Λάνθιμου, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας διασρεβλωμένης, υπερβολικής εικόνας της κοινωνικής πραγματικότητας, κάτι που βρίσκουμε και στις προηγούμενες ταινίες του, π.χ. Τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις. Φυσικά, το άλμα του Λάνθιμου στο χώρο των υπερπαραγωγών έχει τα ρίσκα και τα μειονεκτήματά του. Όμως ο Έλληνας κινηματογραφιστής που ξεκίνησε από τη Σχολή Σταυράκου (!) καταφέρνει να εξισορροπήσει πετυχημένα όλες τις επιλογές του, παραδοσιακές και ακραίες, τις σκηνοθετικές με τις σεναριακές επιλογές, σε ένα πανέξυπνο, πρωτότυπο, ανάλαφρο και μαζί καυστικό έργο, και αυτό είναι το βασικό επίτευγμά του...